Γνωριστήκαμε τυχαία, όσο πιστεύει κανείς στην τύχη βέβαια. Μιλήσαμε ώρες ατελείωτες, αρκετές για να κολλήσουμε ο ένας στον άλλον, ίσως και λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Πέρασαν έτσι μέρες κι εβδομάδες, πριν αποφασίσουμε πως θέλουμε κάτι παραπάνω από τα κούφια λόγια του τηλεφώνου. Εύκολη απόφαση γι’ άλλους, δύσκολη γι’ αυτούς που έχουν χιλιόμετρα μπροστά τους. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για τα εύκολα εμείς, βουτάμε στα δύσκολα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η σχέση όμως θέλει προσπάθεια, θέλει υπομονή και ειλικρίνεια. Όλοι το ξέρουν αυτό. Χρειάζεται επιμονή και κατανόηση κι απ’ τις δύο πλευρές. Κυρίως όμως, πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε. Τώρα θα μου πείτε, είναι δυνατόν να ξεκινήσεις μια σχέση και να μην ξέρεις τι θέλεις; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Κάποιες φορές δεν είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας και κάποιες άλλες δεν ξέρουμε πώς να διεκδικήσουμε αυτό που θέλουμε.
Όταν έχουμε την απόσταση να μας χωρίζει είναι κάπως περίπλοκα τα πράγματα. Γίνονται εύκολα παρεξηγήσεις, υπάρχει ζήλια και μ’ ένα απλό κλείσιμο του τηλεφώνου στα μούτρα του άλλου πυροδοτούνται οι καυγάδες μας. Απ’ την άλλη αιωρείται αυτό το γλυκό αίσθημα της προσμονής. Θέλουμε να δούμε τον άνθρωπο που μοιραστήκαμε τις στιγμές μας, έστω κι απ’ το τηλέφωνο. Λαχταράμε την ώρα και τη στιγμή που θα κρατήσουμε αυτά τα χέρια που κράτησαν ώρες αμέτρητες το κινητό, για να μας κρατήσουν συντροφιά και να μας κάνουν να γελάσουμε. Και τότε ακούμε τις λέξεις που μας κάνουν τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο «Θα έρθω. Στο υπόσχομαι.».
Υπόσχομαι, υπόσχεσαι, υπόσχεται. Υπόσχομαι, ρήμα ύπουλο που ξεστομίζεται δίχως δεύτερη σκέψη. Άραγε σε ποιον δίνεται αυτή η υπόσχεση; Στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας ή σ’ εμάς τους ίδιους; Ποια είναι η έννοια της υπόσχεσης και ποια η αξία της; Όταν δίνουμε την υπόσχεσή μας σε κάποιον πως θα βρεθούμε κοντά του αργά ή γρήγορα του δίνουμε το ελεύθερο να ονειρευτεί, να ελπίζει κι αυτή η φράση αποπνέει μια σιγουριά που δύσκολα προσπερνάμε.
Μα πόσο σκεφτόμαστε πριν πούμε αυτή τη λέξη; Είναι ενθουσιασμός και φόβος ταυτόχρονα, μην τυχόν και μας φύγει ο άλλος. Όταν όμως δίνουμε μια υπόσχεση, πρέπει να είμαστε σίγουροι πως είμαστε ικανοί να την τηρήσουμε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Να ξέρουμε να τηρούμε τις υποσχέσεις μας.
Σ’ ένα « Στο υπόσχομαι, θα έρθω», λοιπόν κρεμόμαστε και είμαστε στην αναμονή. Θα έρθει, δε θα έρθει; Κι αν τύχει κάτι και δεν μπορεί; «Μπα μωρέ, αποκλείεται. Θα έρθει, το υποσχέθηκε.». Κι ένα τηλεφώνημα, σου δίνει την απογοήτευση που δεν ήθελες να πάρεις «Ξέρεις, κάτι μου έτυχε και δε θα τα καταφέρω αυτή τη φορά. Θα έρθω όμως.». Κι αυτή η φράση που ήλπιζες να μην ακούσεις, απ’ τη μία σου γεννά ερωτήματα κι απ’ την άλλη λες εντάξει άνθρωποι είμαστε συμβαίνουν αυτά.
Μέσα απ’ αυτά τα λόγια η υπόσχεση αυτή αναβλήθηκε και την ίδια στιγμή ανανεώθηκε. Μα τι μπέρδεμα! Κάπως έτσι είμαστε ξανά στην αναμονή και βασανίζεται το μυαλό μας από σκέψεις. Ακούμε την αλήθεια ή παραμυθιαζόμαστε; Πρέπει να περιμένουμε ξανά κι αν ναι πόσο; Το θέμα είναι πως κάποιες φορές δεν είμαστε σίγουροι ούτε για τον ίδιο μας τον εαυτό, πως θα βάλουμε το χέρι μας στη φωτιά για κάποιον που ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε;
Δεν υπάρχουν πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις κι ούτε γνωρίζουμε αν αντικρίζουμε την αλήθεια ή όχι. Ούτε γνωρίζουμε πόσο θα πρέπει να περιμένουμε και αν θα μπούμε στη διαδικασία της αναμονής. Συνήθως βέβαια μπαίνουμε, γιατί πολύ απλά μας αρέσει να ρισκάρουμε κι ας φάμε τα μούτρα μας. Αρκεί φυσικά το άτομο που έχουμε απέναντί μας να μην ξεπερνά τα όρια, καθώς από ένα σημείο και μετά η κάθε αναβολή των συναντήσεων καταντά κοροϊδία και προσβάλλει τη νοημοσύνη μας. Και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να μας περνά για χαζούς –εκτός κι αν το θέλουμε- και κυρίως δε γινόμαστε πιόνια στο παιχνίδι κανενός.
Όταν σ’ ένα παιδί υποσχεθείς πως θα του δώσεις ένα γλειφιτζούρι, το παιδί χοροπηδάει απ’ τη χαρά του. Αν όμως του πεις «Αχ δεν μπορώ να στο πάρω τώρα, θα γίνει όμως αύριο.», το παιδί ακόμα περιμένει και θα έρθει το αύριο για να στο ζητήσει. Θα σου πει κατάμουτρα «Που είναι αυτό που μου υποσχέθηκες;». Κι αυτό γιατί του δόθηκε μια υπόσχεση και την θυμάται, επειδή όμως είναι παιδί κι έχει αυτή την αθωότητα και την αφέλεια, δεν γνωρίζει πως θα σε φέρει σε δύσκολη θέση –και δεν το νοιάζει κιόλας-. Ένας ενήλικας δε θα σου ζητήσει τα ρέστα επειδή δεν ήρθες, απλά θα περιμένει μέχρι να εξαντληθεί η υπομονή του. Κι όταν εξαντληθεί είναι πλέον αργά.
Η υπόσχεση που μας δίνεται είναι η σπίθα που θ’ ανάψει τη φωτιά μας. Το θέμα είναι πως αυτή η φωτιά θέλουμε να μας φωτίσει κι όχι να μας κάψει. Μπορούμε να καούμε και μόνοι μας χωρίς τις υποσχέσεις. Όμως είναι όμορφο να κάνουμε όνειρα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου