Λοιπόν, έχεις τελειώσει τις σπουδές, έχεις μαζέψει τα υπάρχοντά σου απ’ τον τόπο φοίτησής σου και επόμενη στάση το πατρικό σου σπίτι. Κι ακόμη χειρότερα; Το εφηβικό σου δωμάτιο. Επιστρέφεις πίσω σ’ ένα χώρο, όπου κακά τα ψέματα έχεις ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου, κι έναν τόπο τον οποίο επισκεπτόσουν για διακοπές ολόχρονα.
Πώς γίνεται λοιπόν να μοιάζει τόσο ξένος, τόσο ανέκφραστος προς εσένα, είναι απορίας άξιο. Απ’ εκεί που είχες το δικό σου σπίτι, έχεις πλέον κλειστεί μέσα σε τέσσερις τοίχους (χωρίς να σημαίνει ότι το φοιτητικό σου διαμέρισμα δεν ήταν τέσσερις τοίχοι), τέσσερις άδειους τοίχους, τους οποίους κοιτάς με μια υποτίμηση.
Το πρόβλημα όμως είναι ο χώρος; Δε σε νοιάζει τόσο πολύ η χωροταξία, ούτε τα τετραγωνικά. Αυτό που σε ένοιαζε περισσότερο είναι ότι έκλεινες την πόρτα και τα κρατούσες όλα, μα κυρίως όλους απέξω. Αν κτυπούσε η πόρτα και δεν ήθελες να δεις κανέναν, απλώς δεν άνοιγες -εξαιρούνται οι διανομείς εδεσμάτων και ροφημάτων-,το κτύπημα στην πόρτα δεν ήταν συμβολικό. Αυτή η ικανότητα των γονιών να κτυπούν την πόρτα, ενώ παράλληλα μπαίνουν στο δωμάτιο -συνήθως μιλώντας- με ξεπερνάει.
Φεύγοντας απ’ το φοιτητικό σπίτι παραδίδεις τα κλειδιά και την μέχρι πρότινος ιδιωτική σου ζωή. Θυμάσαι τι είναι, ε; Αυτό που έκανες ό,τι ήθελες, ό,τι ώρα ήθελες και μ’ όποιον ήθελες. Το μόνο αρνητικό που υπήρχε περίπτωση ν’ αντιμετωπίσεις ήταν το επικριτικό βλέμμα κανενός γείτονα το άλλο πρωί, άλλα δε σε ένοιαζε και τόσο, ας πάει να φάει καμιά πάστα να του περάσει. Τώρα, τα κεφάλια μέσα. Πού να ‘χεις και καμιά σχέση! Εκεί να δεις τι γίνεται.
Την βλέπεις κάθε μέρα απ’ τις 6 ως τις 10, μετά τη δουλειά πριν τον ύπνο, σαν το επισκεπτήριο του στρατού. Κι αυτή δεν είναι η μόνη ομοιότητα με το στρατό, ε; Όχι, δεν είναι, στο επιβεβαιώνω εγώ. Προερχόμενος από ένα τόπο στον οποίο ο στρατός έχει διάρκεια ουσιαστικά όλη σου τη ζωή, σου λέω ότι δεν είναι και θα σου πω πού το βασίζω.
Καταρχάς για να μπεις στο σπίτι και να φτάσεις στο χώρο επισκεπτηρίου, το δωμάτιο, πρέπει να περάσεις απ’ την πύλη όπου η μάνα σου σαν αρχιφύλακας παρακολουθεί τηλεόραση. Υπάρχει σταθερό πρόγραμμα σίτισης: Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή όσπρια, καθώς οι λέξεις φασολάκι και μπάμιες εμφανίζονται ξανά στη ζωή σου. Το τζιν έχει πάντοτε τσάκιση, λες και είναι στολή, που πρέπει να τηρούνται πάντοτε οι κανόνες ορθής ενδυμασίας και αρκετά άλλα που, δυστυχώς, θα βιώσεις και θυμίζουν κατά πολύ τη θητεία σου.
Και πες ότι βρήκες δουλειά, και πες ότι παίρνεις κι ένα καλό μισθό για ξεκίνημα, οι ελπίδες που έχεις για ανεξαρτητοποίηση ξανά, σε συνάρτηση με τη συντριβή που τρως όταν βλέπεις πως οι πράξεις δε βγαίνουν για ενοίκιο, λογαριασμούς και λοιπά, εκτός κι αν δουλεύεις για να υπάρχει, είναι τόσο μεγάλη που σου καταστρέφουν και το εναπομείναν κουράγιο για να υπομείνεις με μια κρυφή ελπίδα ότι τα καλύτερα έρχονται.
Ειλικρινά, είναι τεστ αντοχής κι ανοχής να μπορείς ν’ αντέξεις το κάθε σχόλιο για την παραμικρή σου κίνηση, ειδικά όταν το σχόλιο αυτό είναι συνήθως επικριτικό.
Εν τέλει, είναι ένα μεταβατικό στάδιο, που όλοι το περνάνε, άλλοι για μεγάλο διάστημα άλλοι για πιο λίγο, είναι ενοχλητικό και σε καταλαβαίνω, αλλά τι να κάνουμε; “C’est la vie”, που λένε και οι Γάλλοι.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου