Σήμερα δεν έχει αγάπες. Πόσα να πούμε γι’ αυτήν την έρμη την αγάπη, και σιγά πια, το ‘χουμε παρακάνει ίσως και λίγο. Τίποτα δεν αξίζει να σου καταναλώνει περισσότερο από το ελάχιστο επιτρεπτό του χρόνου σου αν δε σε κάνει χαρούμενο. Αγάπη, χωρισμός, κλάμα, τα έχουμε πει ξανά και τα ξέρουμε, μα ίσως τα ξαναπούμε για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Σήμερα θα πούμε για τον έρωτα. Για τη μουσική. Καθόλου τυχαίο που είναι γένος θηλυκού και καθόλου τυχαίο που οι Σειρήνες ήταν γένους θηλυκού και το όνομα τους παραπέμπει στη μουσική.
Δεν ξέρω ποια σχέση μπορεί να έχει ο καθένας σας με τη μουσική, ούτε ποια είναι τα κριτήριά σας για να αποκαλέσετε έναν ήχο μουσική. Ίσως να είμαι από αυτούς τους ελάχιστους πλέον, που είναι λίγο πιο αυστηροί στην κριτική τους. Όχι, οι εύηχες ρίμες ρυθμικά βαλμένες πάνω σε συγχορδίες δεν είναι μουσική. Είναι καταναλωτικό προϊόν.
Η μουσική είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Δε θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα, κάθε φορά που ανακάλυπτα ένα καινούργιο – για μένα- τραγούδι. Τις περισσότερες φορές ήταν τραγούδι δεκαετιών που απ’ την πρώτη φορά που τυχαία έφτανε στ’ αυτιά μου, ένιωθα ότι ξυπνούσε κάτι μέσα μου. Ένιωθα ότι ξυπνούσε κάτι μέσα μου και το χόρευε λες και το ήξερε, μα το ξέχασε.
Κάτι σαν μνήμη από μια προηγούμενη ζωή, λες κι επέστρεφα σ’ ένα ντίσκο πάρτι ή σ’ ένα υπόγειο ροκάδικο είκοσι χρόνια μετά που είχα φύγει για να πάω να πάρω τσιγάρα. Το ποτό μου ακόμη πάνω στην μπάρα να έχει λιώσει πια ο πάγος και τα τελευταία εναπομείναντα άτομα να χορεύουν ένα τελευταίο χορό στη μισοφωτισμένη πια πίστα σ’ ένα χώρο που μόνο με ένα πέρασμα του βλέμματος καταλαβαίνες τι χαμός είχε γίνει εκείνο το βράδυ. Το πιο παράξενο όμως απ’ όλα, είναι ότι σ’εκείνη την ηλικία ούτε έπινα ούτε κάπνιζα. Ποιου ήταν το ποτό που με περίμενε και για ποιον πήγα να πάρω τσιγάρα είναι απορίας άξιον.
Ίσως με πεις σνομπαρία ή δήθεν, μα δεν πιστεύω ποτέ ότι τα τραγούδια που ακούς ανοίγοντας το ράδιο σήμερα μπορούν να σου δώσουν τέτοιο αίσθημα. Το ξέρω, γιατί το έζησα. Μπορεί να μεγάλωσα σε μια δεκαετία τεχνολογικού οργασμού από την χιλιετία μα ούτε υπήρχαν ιστοσελίδες να ακούς μουσική και πόσο μάλλον δωρεάν.
Κι όμως, πάλι γράφαμε στις κασέτες ό,τι προλαβαίναμε από το τραγούδι που έπαιζε στο ράδιο και τσακιζόσουν να τρέξεις να πατήσεις το ρεκόρντ, βρίζοντας παράλληλα τον εκφωνητή που μιλούσε πάνω στο τραγούδι. Σίγουρα κάπου θα έχω την κασέτα που ξεκινάει με Active Member μπαίνουν καρφί οι Poll σ’ ένα απαράδεκτο μιξάρισμα με κομμάτι από διαφήμιση τοπικής ροκ σκηνής που σήμερα έχει κλείσει και για φινάλε σολάρουν οι Μπελόμα Μποκιού με φωνητική υποστήριξη στον Γαρύφαλλο από τον Ίαν Γκίλλαν των Deep Purple. Παρόλα αυτά δε θα την άλλαζα με τίποτα, αυτά να λέγονται.
Η μουσική στο μυαλό μου ξεκινάει από μια έθνικ μπουάτ της λατινικής Αμερικής, περνάει από ροκάδικο της Ευρώπης, φεύγει και πάει στην άλλη άκρη της σ’ ένα underground electro club της Πράγας και γυρνάει πίσω στην Ελλάδα μιας παλιάς δεκαετίας κουβαλώντας ήχους από Βαλκάνια στο πέρασμά της. Κι όλα αυτά, αυτό όλο το ταξίδι, να γίνεται μέσα από τα χιλιομεταχειρισμένα βινύλιά μου που αγόραζα με περισσές οικονομίες από κάτι ημιυπόγεια της Θεσσαλονίκης κοντά στην Καμάρα και με ήχο από το πολυπόθητο ηχείο που ήθελα για χρόνια και αγόρασα με τον πρώτο μου μισθό.
Η μουσική είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που της αποδίδουμε σήμερα κι ίσως κάτι περισσότερο να ξέρουν οι άνθρωποι που εναντιώνονται στη σύγχρονη άποψη περί μουσικής. Ή μάλλον καλύτερα, ίσως κάτι να έχουν ακούσει περισσότερο.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή