Στις 8 Ιανουαρίου το 1962, το αριστούργημα Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι εκτίθεται για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και συγκεκριμένα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με το History Channel. Χιλιάδες Αμερικανοί σπεύδουν να δουν τον περίφημο πίνακα από κοντά. Μετά την Ουάσινγκτον, το εν λόγω έργο μεταφέρεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τεχνών της Νέας Υόρκης, με σχεδόν ένα εκατομμύριο «πιστούς» να τρέχουν να κλέψουν μια ματιά στο σπουδαίο αυτό έργο. Όσο για το πώς έφτασε στην Αμερική, ο διάσημος πίνακας φαίνεται να μεταφέρθηκε εκεί μετά από πρόταση της τότε Πρώτης Κυρίας των ΗΠΑ, Τζάκι Κένεντι, ενώ η μεταφορά του έγινε με το ίδιο πρωτόκολλο που ακολουθείται όταν ταξιδεύει ένας αρχηγός κράτους. Όσο παρέμεινε εκεί, τον πίνακα είδαν ένα εκατομμύριο εξακόσιες χιλιάδες επισκέπτες.
Αναμφίβολα η Μόνα Λίζα, γνωστή και ως Τζιοκόντα αποτελεί παγκόσμιο σύμβολο κι αριστούργημα της τέχνης. Για τον κόσμο της ζωγραφικής, θεωρείται το πιο διάσημο έργο στον πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που το έργο αυτό κάνει την εμφάνισή του σε πολλές ταινίες, εκπομπές, μουσικά βίντεο αλλά αποτελεί και ποπ σύμβολο, αφού βρίσκεται πάνω σε καρτ-ποστάλ, κούπες, μολύβια, μπλούζες, ακόμα και σε σοκολατάκια.
Σε σχέση με την ταυτότητα της μυστηριώδους γυναίκας, οι θεωρίες είναι πολλές, ακόμα και το ότι η φιγούρα είναι η θηλυκή πλευρά του δημιουργού. Επικρατέστερη όλων, είναι ότι στις 3 Νοεμβρίου του 1503, ο Ντα Βίντσι κλήθηκε να ζωγραφίσει το πορτρέτο της Λίζα Γκεραρντίνι αφού του το ζήτησε ο σύζυγός της, Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο, ένας πλούσιος έμπορος ρούχων από τη Βενετία. Ο σπουδαίος ζωγράφος ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον πίνακα το 1503 στη Φλωρεντία, ωστόσο, το έργο του παρέμεινε ημιτελές για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Μετανιώνοντας που δεν είχε τελειώσει τον πίνακα, όταν πια εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, συνέχισε να το φιλοτεχνεί, μέχρι το 1519 –λίγο πριν πεθάνει– που κατάφερε να το ολοκληρώσει.
Κανείς τότε δεν πίστευε πως το πορτρέτο αυτό θα γινόταν από τα πιο αινιγματικά και δημοφιλή έργα στην ιστορία της τέχνης. Ωστόσο, πέρασαν 500 χρόνια από τη δημιουργία του για να τύχει αποκρυπτογράφησης από τον κόσμο της τέχνης. Ο πίνακας απεικονίζει τη φιγούρα μιας γυναίκας, ντυμένης με ρούχα που αντικατοπτρίζουν τη φλωρεντινή μόδα της εποχής και καθισμένη σε ένα ορεινό τοπίο. Ο διάσημος ζωγράφος δημιούργησε τον πίνακα με την τεχνική «sfumato», που με τη βοήθεια της λεπτής σκίασης, δημιουργεί απαλές, ανεπαίσθητες μεταβάσεις μεταξύ χρωμάτων και τόνων. Η φύση του τοπίου αποτυπώνεται αρμονικά, ενώ, παράλληλα, δίνεται προσοχή στις χρωματικές λεπτομέρειες. Το πορτρέτο, επίσης, είναι αρκετά μικρό, με τις διαστάσεις του να είναι μόλις 76 x 53 cm κι είναι ζωγραφισμένο σε μια σανίδα από ξύλο λεύκης.
Εύλογα υποστηρίζεται ότι η αινιγματική έκφραση της Μόνα Λίζα -που την κάνει να φαίνεται ταυτόχρονα απόμακρη αλλά και παιχνιδιάρα- έχει αποδώσει στο πορτρέτο την παγκόσμια φήμη του με χιλιάδες επισκέπτες να κατακλύζουν το Λούβρο, προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μυστήριο της Τζιοκόντα. Σημειώνεται ότι η λέξη «gioconda» στα ιταλικά σημαίνει ευτυχία· κάτι που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ο Ντα Βίντσι χρησιμοποίησε αυτή την έννοια της ευτυχίας ως το κεντρικό μοτίβο του πορτρέτου κι είναι αυτό που το κάνει και τόσο ιδανικό.
Το έργο φιλοξενείται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, ως κεντρικότατο έκθεμα. Στο δωμάτιο μπορεί να παρατηρήσει κανείς το φυσικό φως που αγκαλιάζει τον πίνακα από τη γυάλινη οροφή αλλά και την ειδική άθραυστη βιτρίνα που διατηρεί ελεγχόμενη τη θερμοκρασία του. Περαιτέρω, υπάρχει ένας μικρός προβολέας ο οποίος αναδεικνύει τα χρώματα του αριστουργήματος του Ντα Βίντσι και φυσικά, διαρκής φύλαξη, αφού δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει την εποχή που κλάπηκε, το 1911, από έναν Ιταλό, υπάλληλο του Λούβρου, εν ονόματι Περούτζια, ο οποίος απλά κουβάλησε τον πίνακα κάτω από τα ρούχα του, κι έφυγε από το μουσείο σαν να μη συνέβη τίποτα. Για δύο χρόνια, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν το διάσημο έργο, μέχρι που ο Περούτζια επικοινώνησε το 1913 με το Ιταλό έμπορο τέχνης, για να φέρει τη Μόνα Λίζα στη Φλωρεντία, ζητώντας βέβαια αμοιβή ως αντάλλαγμα από την ιταλική κυβέρνηση.
Η Τζιοκόντα θεωρείται, σήμερα, έργο ανεκτίμητης αξίας. Δεν μπορεί να αγοραστεί ή να πουληθεί σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία κι ως μέρος της συλλογής του Μουσείου του Λούβρου, ανήκει στο κοινό. Είναι ένα πορτρέτο μυστήριο, διακατέχεται από ζωντανό αίνιγμα αλλά και ψυχή. Θαυμάζεται από εκατομμύρια κόσμο κάθε χρόνο και φυλάσσεται ως εθνικός θησαυρός. Κάτι που ίσως δεν το γνωρίζουν πολλοί, είναι πως ο πίνακας λαμβάνει αλληλογραφία από τους θαυμαστές του, τα οποία δέχεται το μουσείο, ήδη από τον καιρό που έφτασε για πρώτη εκεί, μαζί με πολλά λουλούδια αλλά κι ερωτικά γράμματα από ολόκληρο τον κόσμο. Και ποιος μπορεί, άλλωστε, να αντισταθεί στο ισχνό χαμόγελο της Μόνα Λίζα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου