Κάποιος, κάποτε, έβγαλε βρώμα πως όσοι κλαίνε είναι οι αδύναμοι της ζωής, ενώ, αυτοί που δεν κλαίνε είναι πιο δυνατοί, αλλά συνάμα και πιο λογικοί. Από τότε θέριεψε αυτή η προκατάληψη κι έγινε βασικός πυλώνας της τοξικής αρρενωπότητας, φτιάχνοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους που δεν κλαίνε, γιατί είναι ψύχραιμοι και λογικοί.
Κάπως έτσι, τα δάκρυα σε δυτικές κοινωνίες εδώ κι αρκετά χρόνια μεταφράζονται ως ένδειξη ανίσχυρου χαρακτήρα κι είναι συνυφασμένα με την αδύναμη φύση του ανθρώπου. Ασχέτως που το κλάμα είναι τρόπος έκφρασης, ασχέτως που δηλώνει ξεκάθαρη ικανότητα να κατανοείς πολύ καλύτερα ό,τι συμβαίνει γύρω σου, ασχέτως που αποτελεί πρώτης τάξεως εκτόνωση και βοηθάει στο να αποβάλεις από μέσα σου καθετί αρνητικό. Στα μάτια της κοινής γνώμης, παραμένεις υπερβολικός και παράλογος.
Αν σκεφτεί κανείς, ότι η κοινωνία, η κουλτούρα και η νοοτροπία μας, μάς επιβάλλουν κατά μια έννοια να είμαστε απρόσωποι, να τηρούμε αυτό το λεγόμενο «αποστασιοποιημένο στοιχείο» στις αντιδράσεις μας, θα καταλάβει πως ψάχνουμε το ίδιο πράγμα στη λάθος, όμως, μεριά. Λέμε στα μικρά παιδιά να μην κλαίνε γιατί «τους βλέπουν» κι έτσι, μπορεί να τους θεωρήσουν αδύναμους χαρακτήρες. Κάθε που πάμε να λυγίσουμε δακρύζοντας, μας ζητούν να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να μην είμαστε λιπόψυχοι. Η κοινωνία, με εμάς τους ίδιους ως κομμάτι της, υποβάλλουμε εντελώς συνειδητά τους εαυτούς μας σε ένα μαρτύριο μειωμένης εκφραστικότητας, γιατί κάθε που κλαίμε, κα μάλιστα όσο πιο έντονα, τόσο το χειρότερο, γινόμαστε «οι τρελοί του χωριού».
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, βέβαια, νεότερες μελέτες και στοιχεία ψυχοθεραπευτών υποστηρίζουν πως όσοι κλαίνε αυθόρμητα και συχνά, αποτελούν προσωπικότητες πιο ισχυρές από αυτούς που κάνουν την καρδιά τους πέτρα, με σκοπό να διεκδικήσουν τον τίτλο του ατρόμητου και γενναίου. Το κλάμα είναι μια απολύτως φυσιολογική αντίδραση που προκαλείται με σκοπό την εκτόνωση του σώματός μας. Είναι ό,τι πιο λογικό μπορεί να κάνει το σώμα μας· μάλιστα υπάρχουν κι επιστημονικές έρευνες που υποστηρίζουν ότι τα δάκρυα μπορούν να ωφελήσουν, τόσο το σώμα, όσο και το μυαλό, ενώ ένα καλό ξέσπασμα μπορεί να φτάσει σε όφελος ως και μια συνεδρία ψυχοθεραπείας. Ένα καλό κλάμα, με δυο λόγια, αποτελεί την έκφραση μιας ισχυρής προσωπικότητας, που ξέρει να αντιδρά στις αντιξοότητες και να τις μετασχηματίζει σε κάτι πραγματικά ωφέλιμο.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πρόκειται για ένδειξη αδυναμίας, ούτε σημάδι αυτολύπησης, έλλειψης αυτοελέγχου και ψυχολογικής κατάρρευσης. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη εσωτερικά ώστε να μπορέσει κάποιος να εκφράσει τα συναισθήματά του παραμένοντας αυθεντικός, χωρίς να τον ενδιαφέρει ένα ανούσιο πρόσχημα, για να μπορέσει μετά να εστιάσει στην εξέλιξη και τη λύση εκείνου που τον απασχολεί. Είναι δείγμα λογικής σκέψης η εκτόνωση. Εξάλλου, είναι πιο κοντά στην ψυχική υγεία το να εκφράζει κανείς τα συναισθήματά του, είτε αυτά, είναι θετικά, είτε αρνητικά. Και στην τελική γιατί βαφτίσαμε τόσο βαθιά ένοχο το κλάμα; Όπως όταν συμβαίνει κάτι θετικό στη ζωή μας, το εκφράζουμε με χαμόγελο, μεταδίδοντας έτσι θετική ενέργεια, έτσι κι όταν κάτι μας στεναχωρεί, η λύπη είναι εμφανέστατη στο πρόσωπο και στα μάτια μας. Τόσο απλό. Τώρα γιατί η κοινωνία κάνει τους ευαίσθητους να νιώθουν άσχημα· θα έλεγε κανείς πως είναι απλά ένας τρόπος αντιπερισπασμού για να κλείσει ο κόσμος μάτια κι αφτιά απέναντι στη λύπη.
Κάτι τελευταίο, για κλείσιμο: Τα δάκρυα, όχι μόνον εξουδετερώνουν τα αρνητικά συναισθήματα αλλά και κατά 90%-95% τα βακτήρια, καθαρίζοντας παράλληλα την όραση. Άρα, η λογική λέει να κλάψουμε και λιγάκι, δε βλάπτει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου