Δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τότε πόσο θόρυβο κάνει η σιωπή.

Ακούγεται σαν τζαμαρία που κομματιάζεται και τα θρύψαλα σκορπίζονται παντού.

Την κοίταξε με βλέμμα άδειο. Βλέμμα που κατηγορούσε.

Κι όμως δεν ξεστόμισε λέξη. Χτύπησε την πόρτα με δύναμη κι έφυγε.

Έμεινε μόνη. Αυτή, ένας μπλε φάκελος και σκόρπια χαρτιά στο πάτωμα.

Όταν μπήκε στο σπίτι ο Δημήτρης, τη βρήκε καθισμένη στον καναπέ, ανέκφραστη.

Τα χαρτιά κι ο φάκελος δεν είχαν αλλάξει θέση.

Πήρε ένα χαρτί από κάτω και πάγωσε κι αυτός.

Ημερομηνία υιοθεσίας, όνομα πατρός, όνομα μητρός.

Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Κατάλαβε.

Ο Δημήτρης και η Μαρία ήταν μαζί από παιδιά.

Γείτονες, συμμαθητές, συμφοιτητές αργότερα.

Τα πάντα μαζί. Μια ζωή.

Από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια. Η εξαίρεση του κανόνα. Ο γάμος δεν τους σκότωσε τον έρωτα. Το αντίθετο μάλιστα. Το μόνο θέμα τους ήταν ότι αργούσε να έρθει το παιδί.

Έκαναν εξετάσεις. Είπαν πως ο Δημήτρης δε μπορούσε.

Γκρεμίστηκε ο κόσμος του. Για καιρό απέφευγε να το συζητήσει. Τη ντρεπόταν.

Ένα βράδυ γυρνώντας από τη δουλειά της είπε πως είναι ελεύθερη να φύγει. Δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτα.

Εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ταλαιπωρήθηκαν για καιρό με γιατρούς, φάρμακα κι εξετάσεις. Άδικος κόπος.

Η λύση από εκεί και πέρα, μονόδρομος. Όταν υιοθέτησαν τον Κώστα κόντευαν πλέον τα 40.

Αποφάσισαν να μην του αποκαλύψουν τίποτα. Θεώρησαν πως αυτό ήταν το καλύτερο.

Η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε. Ήταν πια τρεις.

Ο Δημήτρης, η Μαρία κι ο Κώστας.

Δεν ήταν βιολογικό τους παιδί κι όμως τους έμοιαζε. Με τον καιρό ξέχασαν κι αυτοί την αλήθεια.

Ο Κώστας ήταν είκοσι όταν ανακάλυψε τυχαία το φάκελο της υιοθεσίας.

Τα πάντα διαλύθηκαν σε δευτερόλεπτα.

Ένα προστατευμένο κουκούλι η ζωή του γεμάτο ψέματα.

Οι γονείς του δεν ήταν οι αληθινοί. Κάποιοι άλλοι δεν τον ήθελαν.

Τον χάρισαν; Ή μήπως τον πούλησαν; Να είχε άραγε τιμή;

Σκεφτόταν τα πάντα και τίποτα. Συντριβή και παράνοια.

Δεν είπε λέξη στη «μάνα» του. Μόνο άνοιξε την πορτα κι έφυγε.

Οδήγησε χωρίς προορισμό. Δεν ήθελε να δει κανέναν.

Ντροπή, θυμός κι απόρριψη. Όλα ένα κουβάρι μέσα του.

Ο Κώστας του Δημητρίου και της Μαρίας έγινε ο Κώστας κανενός.

Ξημέρωσε στους δρόμους βουτηγμένος στις σκέψεις.

Κάπου έπρεπε να πάει. Να κερδίσει χρόνο, να σκεφτεί το επόμενο βήμα.

Πήρε τηλέφωνο τον καλύτερο φίλο του και ζήτησε καταφύγιο.

Μερικές μέρες μετά, πιο ήρεμος, βρέθηκε στην πόρτα του σπιτιού του.

Αδιαφόρησε για τα κλειδιά στην τσέπη του και χτύπησε το κουδούνι.

Ήξερε πως τον περίμεναν.

Είπαν πολλά. Μόνο αλήθειες. Ξέσπασαν, φώναξαν, έκλαψαν μαζί.

Του χρειαζόταν χρόνος. Να γιατρέψει τις πληγές, να επαναφέρει τις χαμένες ισορροπίες.

Δεν μπορούσε να παραβλέψει το πόσο καλά μεγάλωσε αλλά θα προσπαθούσε να βρει τους βιολογικούς του γονείς.

Την αληθινή του ταυτότητα.

Έπρεπε να ξέρει τα πάντα τώρα πια. Θα μάθαινε το πως και το γιατί της ζωής του.

Το τραύμα του ήταν βαθύ. Μα η αγάπη που είχε δεχτεί και δεχόταν ακόμη, απεριόριστη.

Αυτή θα έκλεινε τις πληγές. Αυτή θα του έδινε τη δύναμη να ψάξει, να μάθει, να αποδεχτεί.  

Έτσι θα έπαυε να είναι άνθρωπος μισός. Θα ήταν κύριος του εαυτού του.

Έτσι ο Κώστας του Δημητρίου και της Μαρίας θα γινόταν ο Κώστας του Κώστα.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου