Οι καλοκαιρινές ιστορίες είναι κάτι σαν τις ιστορίες του στρατού. Τις διηγείσαι ξανά και ξανά με το τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό. Σαν να τις λες για πρώτη φορά. Confession week λοιπόν, για όλους εμάς τους pillowfighters, με διηγήσεις γεμάτες θάλασσα, ήλιο, άμμο, καρπούζι ή πεπόνι και παγωτά.
Τοποθεσία: Σκιάθος.
Έτος: 2004.
Πρωταγωνιστές: Τέσσερις κοπέλες.
Καλοκαίρι μετά την εξεταστική και προσπαθούμε να διαλέξουμε πού θα πάμε διακοπές. Τέσσερις γυναίκες να προσπαθούν να διαλέξουν είναι κάπως τρομακτικό και μόνο σαν ιδέα. Η επιλογή όμως ήταν εύκολη υπόθεση, όλως παραδόξως.
Σκιάθος. Το νησί που όλοι πρέπει να επισκεφθούν γι’ άλλους λόγους στα είκοσι και γι’ άλλους στα σαράντα.
Ήταν η δεύτερη μέρα μας στο νησί. Μπάνιο στο Βρωμόλιμνο, μια απ’ τις πιο in παραλίες για ηλικίες σαν τις δικές μας. Βουτιές, αντηλιακά, λάδια, ψήσιμο, δυνατές μουσικές απ’ το beach bar, φωτογραφίες, μπίρες. Μια ωραία ρουτίνα, δηλαδή.
Οι ώρες κυλούσαν ανέμελα ώσπου η αδερφή μου μας παραπονέθηκε πως πονάει η κοιλιά της πολύ ενοχλητικά. «Θα κρύωσες» της είπαμε. Ο πόνος όμως, γινόταν ανυπόφορος όπως έλεγε. Δεν υπήρχε επιλογή. Αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματα να πάμε στο κέντρο υγείας.
Η παραλία από το δρόμο απέχει κάποια πολλά μέτρα. «Έλα κάνε λίγη υπομονή να φτάσουμε στο δρόμο και θα πάρουμε ταξί». Ο ήλιος αμείλικτος κι ο πόνος όλο και πιο δυνατός. Διπλωμένη στα δύο η αδερφή μου, κρεμασμένη απ’ το μπράτσο μου κι οι άλλες δυο ακολουθούσαν.
Για κακή μας τύχη, κόβεται η σαγιονάρα της μιας κι αρχίζει να δυσανασχετεί. Δεν υπήρχε περιθώριο για τέτοια. Βγάζω τις δικές μου και τις της δίνω για να κάνουμε πιο γρήγορα.
Φτάνουμε επιτέλους στο δρόμο και βρίσκουμε ταξί. Και κάπου εκεί αρχίζει η περιπέτεια.
Όταν είπαμε στον οδηγό του τι συμβαίνει, έκανε το ταξί ασθενοφόρο. Έτρεχε σαν παλαβός, πατούσε κόρνα συνέχεια και οι προσπεράσεις του θύμιζαν ταινία του Hollywood. Το κέντρο υγείας ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο. Δεν είχε κόσμο αλλά δεν είχε και γιατρό εκείνη την ώρα. «Θα τις κάνουμε κάποιες εξετάσεις και θα περιμένετε το γιατρό» μας είπαν. Δεν είχαμε επιλογές.
Οι εξετάσεις έγιναν, ο ορός τοποθετήθηκε, εγώ σταθερά ξυπόλητη -δεν ήθελα καν να ξέρω τι μπορεί να έχω πατήσει. Μετά από λίγη ώρα ήρθε ο γιατρός. Όχι όπως τον φαντάζεστε με άσπρη ποδιά, αλλά με μαγιό. Την εξέτασε και η διάγνωση ήταν κολικός. «Θα μείνετε μέχρι να τελειώσει ο ορός, θα την ξαναδούμε κι αν είναι καλά θα φύγετε αν όχι θα μείνει εδώ το βράδυ.» είπε.
Ευτυχώς μετά από λίγο ο πόνος άρχισε να υποχωρεί αισθητά. Βγήκαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες για να θυμόμαστε τη στιγμή, πήραμε καφέδες και τα σχετικά και κάναμε τόση φασαρία, όση δεν άρμοζε σε κέντρο υγείας. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να διασκεδάσουμε.
Ήρθε και μια κυρία από τη Γερμανία στο διπλανό κρεβάτι, με ορό κι αυτή και το δεκάχρονο αγοράκι της για παρέα. Ήταν τόσο ήσυχοι κι οι δύο. Πως μπορούσαν; Δεν ήθελαν να βγουν κι αυτοί φωτογραφία; Να πουν κάτι; Μυστήριοι άνθρωποι.
Οι πατούσες μου πια ήταν πιο μαύρες κι από πίσσα.
Κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι ήμασταν πολλές και οι τέσσερις και αποφασίσαμε να φύγουν οι δύο. Έμεινα με την αδερφή μου. Αργά τη νύχτα ο πόνος είχε φύγει τελείως και ζητήσαμε να φύγουμε. «Είστε σίγουρη ότι είστε καλά; Πέρασε ο πόνος; Θα σας αφήσουμε αλλά τις επόμενες μέρες δε θα κάνετε μπάνιο και θα προσέχετε τη διατροφή σας» είπε. «Μάλιστα.» είπαμε και καλέσαμε ταξί για να γυρίσουμε στο δωμάτιο. Επιτέλους.
Αλατισμένη, εξουθενωμένη, ξυπόλητη μπήκα στο ταξί. Μια κάποια αηδία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του ταξιτζή ολοφάνερα. «Εσύ γιατί είσαι ξυπόλητη;» ρώτησε. «Από άποψη.» ήταν η απάντηση.
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού και γεμίστε το με ανέμελες ιστορίες.