«Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ, αλλά αυτό εδώ, δε θα το πετάξω ποτέ απ’το πορτοφόλι μου», της είπε κρατώντας ένα σκίτσο που την απεικόνιζε.
Την ίδια στιγμή εκείνη κρατούσε το άλλο μισό, που είχε την μορφή του.
«Θα σε θυμάμαι για πάντα», του απάντησε και τον φίλησε.
Ιούλιος του 1960, κάπου στο Αιγαίο.
Εκείνος ψαράς κι εκείνη Γερμανίδα τουρίστρια, που έκανε διακοπές με μια φίλη.
Τον είδε από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο νησί.
Νέος, ωραίος, με βλέμμα σπινθηροβόλο.
Αυτή λίγο μεγαλύτερη του, με τα κλασσικά χαρακτηριστικά της καταγωγής της κι ένα χαμόγελο που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.
Επί τρεις μέρες έψαχνε τρόπο να του μιλήσει. Τον συναντούσαν κάθε πρωί περνώντας από το λιμανάκι για να πάνε για μπάνιο.
Επί τρεις μέρες αντάλλασαν μόνο χαμόγελα.
Ευτυχώς η διαφορετική τους γλώσσα δεν στάθηκε εμπόδιο. Η αγάπη της για τον ελληνικό πολιτισμό την έκανε να μάθει κάποια στοιχειώδη ελληνικά.
Την τέταρτη μέρα, η μοίρα θέλησε να γνωριστούν με έναν κάπως παράδοξο τρόπο.
Εκείνη σκόνταψε και έπεσε. Αυτός έτρεξε αμέσως να την βοηθήσει.
Μόνο μια στιγμή ήταν αρκετή για να ζήσουν τις επόμενες δέκα μέρες τον απόλυτο καλοκαιρινό έρωτα.
Πέρασαν μια βδομάδα μαζί. Μέρα, νύχτα.
Χωρίς υποσχέσεις. Χωρίς να κάνουν όνειρα για το μετά.
Τους αρκούσε το τώρα.
Ένα βράδυ έφτιαξε ένα σκίτσο που έδειχνε τους δυο τους χαμογελαστούς.
Όταν το τελείωσε, του το έδειξε και αμέσως το έσκισε στη μέση.
Του έδωσε το μισό που είχε την εικόνα της. Εκείνη κράτησε το άλλο.
Πολλά χρόνια αργότερα, πενήντα τέσσερα για την ακρίβεια, σε ένα νοσοκομείο του Βερολίνου μια ετοιμοθάνατη γυναίκα δίνει ένα φάκελο στο γιο της, υπό έναν όρο.
Να τον ανοίξει όταν αυτή δε θα βρίσκεται πια κοντά του.
Λίγες μέρες αργότερα, εκείνος ανοίγει το φάκελο και βρίσκεται μπροστά σε ένα σκίτσο και δυο λόγια αλήθειας.
Ήταν ο βιολογικός του πατέρας.
Έπρεπε να τον γνωρίσει και να μοιραστεί μαζί του αυτά που του εμπιστεύθηκε η μητέρα του.
Πήρε το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα.
Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να τον εντοπίσει. Το νησί ήταν μικρό και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους.
Τον βρήκε στο σπίτι του, να κάθεται στο μπαλκόνι και να κοιτάζει την θάλασσα.
Τον πλησίασε και το βλέμμα του πάγωσε στο θέαμα.
Ήταν σα να έβλεπε σε καθρέφτη με διαφορά κάποιων ετών.
Και πάλι η γλώσσα δεν ήταν πρόβλημα. Η μητέρα του τον είχε πιέσει πολύ να μάθει ελληνικά.
Είπαν κάποιες τυπικές κουβέντες και αμέσως του έδωσε τον φάκελο.
Ήταν τόσο μπερδεμένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο άντρας, τον πήρε στα χέρια του και τον άνοιξε με γρήγορες κινήσεις.
Είδε μέσα το σκίτσο του, και δύο γράμματα.
Το ένα από τον γιο του.
Το άλλο με άγνωστο αποστολέα. Το άνοιξε.
«Σίγουρα τα έχεις χαμένα. Σήμερα μαθαίνεις ένα μεγάλο μυστικό που κρατούσα καλά φυλαγμένο για χρόνια.
Δεν ξέρω τι θα σκέφτεσαι και δεν θα το μάθω ποτέ.
Αυτός που πιθανώς έχεις απέναντι σου είναι ο γιος σου. Όταν γύρισα στη Γερμανία το καλοκαίρι εκείνο διαπίστωσα μετά από ένα μήνα πως ήμουν έγκυος.
Δεν μπορούσα να μην το κρατήσω. Μπορεί να ήταν εγωιστική η κίνηση μου, αλλά αυτό το παιδί θα μου θύμιζε για πάντα εκείνο το καλοκαίρι.
Δεν έψαξα να σε βρω. Δεν έμαθα τίποτα για σένα.
Ο γιος σου τόσα χρόνια ήξερε ότι έχασε τον πατέρα του σε ατύχημα.
Μεγάλωσε όμως με αγάπη, από ένα θετό.. Θα σου τα εξηγήσει εκείνος καλύτερα.
Εσένα, κι ας μην το πιστέψεις, σ’ αγαπούσα κάθε μέρα και περισσότερο γιατί σε έβλεπα μέσα από τον μικρό.
Αγαπούσα τη σκέψη σου.
Ίσως ήμουν δειλή.
Ελπίζω να είχες μια καλή ζωή. Συγνώμη κι ευχαριστώ.»
Τη μέρα εκείνη πίστεψε στα θαύματα.
Δεν είχε καταφέρει να κάνει οικογένεια και ξαφνικά, έστω κι αργά, απέκτησε ένα γιο.
Έκλαψαν πολύ και ξαναένωσαν το σκίτσο.
Έτσι είναι η ζωή.
Απρόβλεπτη και γεμάτη εκπλήξεις.
Σου φυλάει τα δώρα της για να σου τα δώσει όποτε θέλει αυτή.
Δεν ρωτάει. Τώρα το αξίζεις, τώρα θα το πάρεις.
Κι αν νομίσεις πως δεν σου έδωσε ποτέ τίποτε, άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα γύρω σου.
Θα το δεις.