Ο καβγάς είναι το καλύτερο ξέσπασμα. Είτε δίκιο έχεις, είτε άδικο, το αποτέλεσμα είναι ένα: φωνάζεις, βρίζεις, κουνάς χέρια, ανεβάζεις πίεση αλλά ξεσπάς.

Έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα. Την ώρα του θυμού σου και της έξαψής σου δεν στροφάρει σωστά ο εγκέφαλος, μ’ αποτέλεσμα να έχεις ξεχάσει αυτά που πραγματικά ήθελες να πεις ή ακόμη χειρότερα, οι καλύτερες ατάκες κι οι πιο εύστοχες κι αποστομωτικές απαντήσεις, σου ‘ρχονται μετά τον καβγά.

Πόσο άδικο είναι αυτό αλήθεια; Πολύ.
Όλοι μας μετά από ένα καβγά με τον οποιοδήποτε (με τον άνθρωπό μας, τον εργοδότη μας, το σόι μας, τον άγνωστο στο δρόμο) όταν ηρεμήσουμε, σκεφτόμαστε όλο το σκηνικό του καβγά. Πώς άρχισε, ποιος έφταιγε πραγματικά, τι είπε ο ένας και τι απάντησε ο άλλος.

Καθώς λοιπόν γίνεται όλη αυτή η αναπαράσταση, μέσα στο μυαλό έρχονται και τα «καλά» που ξέχασες να πεις.

Μα πώς σου ξέφυγαν; Πόσο σπας το κεφάλι σου που δεν τα σκέφτηκες εκείνη την ώρα; Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Διότι αν έλεγες «αυτό», ο άλλος δεν θα σου απαντούσε «εκείνο». Κρίμα, ήταν πολύ καλή η ατάκα που σκέφτηκες μετά.

Το καθαρό κι ήρεμο μυαλό σαφώς έχει την ικανότητα ν’ αντιδρά καλύτερα, γι’ αυτό μας συμβουλεύουν να μη μιλάμε όταν είμαστε θυμωμένοι.

Ο θυμός κάνει τη σκέψη μαντάρα. Σε θολώνει, έχεις λέξεις ανακατεμένες μέσα στο στόμα και δεν μπορείς να τις βάλεις σε σειρά. Χώρια που σε κάνει να ξεχνάς τα σημαντικότερα.

Όταν δε εξιστορείς τον καβγά σε κάποιον άλλον, εκεί είναι που το παιχνίδι είναι για τα καλά χαμένο, γιατί το τρίτο άτομο θα προσθέσει κι άλλα που δεν σκέφτηκες εσύ. 
«Όχι ρε, καλά λες. Πώς δεν το σκέφτηκα;»
«Έπρεπε να του το πω αλλά εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου από τα νεύρα.»
«Εντάξει, βλακεία παίχτηκε. Αν μου έκοβε και το ‘λεγα έτσι τώρα θα ήμουν από πάνω και δε θα μπορούσε να μου πει κουβέντα.»

Αυτές κι άλλες παρόμοιες φράσεις συζητιούνται κατόπιν εορτής.

Η αυλαία πέφτει όταν στήνεις ξανά το σκηνικό του καβγά και τα λες όπως θα ‘πρεπε. Κόβεις, ράβεις, προσθέτεις κι αφαιρείς. Φτιάχνεις τον ιδανικό καβγά.

Τα πρόσωπα τοποθετούνται εκεί που θέλεις και λες τις καλές σου ατάκες. Στήνεις τον συμπρωταγωνιστή σου στον τοίχο με τα εύστοχα επιχειρήματα σου. Κάνεις το κοινό σου να ξεσπάει σε χειροκροτήματα.

Αυτοθαυμάζεσαι.

«Κοίτα να δεις τι σκέφτηκε το άτομο» σιγοψιθυρίζουν οι θεατές.

Κι όταν έχεις κάνει σκόνη και θρύψαλα όποιον τόλμησε να σου πάει κόντρα και το κοινό παραληρεί, ξυπνάς κι επανέρχεσαι στην τάξη.

Το θέμα, βέβαια, είναι οι τσακωμοί, οι καβγάδες, όπως θέλετε πείτε το, να είναι παροδικοί και να μην κρίνουν ζωές και μέλλον.

Αν είναι να είναι τέτοιου είδους τότε καλύτερα να γίνονται συζητήσεις κι όχι καβγάδες. Να κρατιέται η κουβέντα σε χαμηλούς τόνους για να μην ξεφύγει κανένα σωστό επιχείρημα και μια καμιά εύστοχη σκέψη.

Αν τώρα ο καβγάς γίνεται για το χρώμα του τοίχου, το μεσημεριανό φαγητό, τα ρούχα που δεν στέγνωσαν ακόμη, την ουρά στην τράπεζα ή τη νυχτερινή έξοδο τότε ας ξεχάστηκε και το καλό επιχείρημα, δεν πειράζει

Έτσι κι αλλιώς, η ζωή χωρίς κάτι τέτοια θα ήταν τόσο βαρετή.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου