Πριν από τέσσερις μέρες είχε γενέθλια η μαμά μου κι εγώ το θυμήθηκα χθες. Ποιος εγώ; Που θυμόμουν τις ημερομηνίες γέννησης όλων των συμμαθητών μου, της γειτονιάς, των φίλων και των συγγενών.
Τι θα γίνει μ’ αυτή την περίπτωσή;
Σε λίγο να δεις πως θα μας αποκληρώσουν οι γονείς μας, θα μας ξεχάσουν τ’ αδέρφια μας και θα μας σιχτιρίσουν οι φίλοι μας. Αν πω ότι στην προκειμένη φάση δε με πειράζει τίποτα, θα με πιστέψεις;
Μαζί να ‘μαστε και δε με νοιάζει κανένας και τίποτα. Νιώθω σ’ όλο μου το πετσί αυτό που λένε ότι κι ο κόσμος να καίγεται, χαμπάρι δε θα πάρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν μπορώ να το ερμηνεύσω.
Το θέμα είναι ότι δε το νιώθω σαν εξάρτηση όλο αυτό, σαν ανάγκη το νιώθω.
Μέσα σ’ όλο αυτό το αίσθημα που με κατακλύζει διαθέτω και λογική, πολλές φορές ψυχρή μάλιστα. Για ‘μένα δεν υπάρχει το «δε ζω χωρίς εσένα», υπάρχει μόνο το «ό, τι κάνω θέλω να ‘ναι με ‘σένα χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες».
Υπερβολικό; Παράλογο; Πες το όπως σε βολεύει.
Τις προάλλες που ήμασταν έξω για φαγητό με άλλα δέκα άτομα ξέρεις τι σκεφτόμουν; Σκεφτόμουν ότι ήμασταν μόνο οι δυο μας. «Μόνοι πάνω στη γη» που λέει και ο Πορτοκάλογλου.
Καθόμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον, ανυπόφορο πολύ. Μιλούσα με τους δίπλα μου και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τι συζητούσες εσύ με τους άλλους. Δεν έχω ιδέα τι συζητήσεις έκανα εγώ. Ήταν σα να παίζουμε σε ταινία, σ’ εκείνες τις σκηνές που απομονώνονται οι πρωταγωνιστές, όλα τα φώτα είναι πάνω τους κι όλοι όσοι είναι γύρω τους θολώνουν, αχνοφαίνονται για να δοθεί έμφαση στο ερωτευμένο ζευγάρι.
Έτσι μου φαινόμασταν κι εμείς. Οι δυο μας υπέρλαμπροι κι όλοι οι άλλοι κομπάρσοι, ίσα ίσα για να γεμίσει το πλάνο. Μετρούσα τα λεπτά και τις ώρες μέχρι να φύγουμε, να πάμε σπίτι και να μείνουμε μόνοι μας.
Για να μην πω και το άλλο. Μέχρι να βρεθείς και να μου φέρεις τα πάνω κάτω, δεν μπορούσα να διανοηθώ πως θα κάνω γιορτές χωρίς γονείς και φίλους. Τώρα; Τώρα ψάχνω σε ταξιδιωτικά γραφεία και διάφορά διαδικτυακά site για πασχαλινούς προορισμούς.
Να φύγουμε οι δυο μας, μόνοι μας κι ας είναι οικογενειακές αυτές οι γιορτές. Τι σημασία έχει; Αφού αυτό θέλουμε.
Ώρες ώρες γεμίζω τύψεις που σκέφτομαι έτσι, που έχω βάλει σε δεύτερη μοίρα όλους τους ανθρώπους μου, συγγενείς και φίλους κι όχι μόνο για τους δικούς μου αλλά και για τους δικούς σου γιατί κι εσύ το ίδιο κάνεις.
Μετά λέω πως αν όντως μας αγαπάνε και μας νοιάζονται θα μας καταλάβουν. Κάπως έτσι μας δικαιολογώ και συνεχίζω να κάνω σχέδια για δύο.
Εντάξει, κι οι τρεις τέσσερις κοπάνες από τη δουλειά κι αυτές δικαιολογούνται, έτσι δεν είναι; Αυτή η γρίπη ήταν πολύ άτιμο πράγμα. Όλοι οι συνάδερφοι αρρώστησαν πολλές φορές φέτος, γιατί όχι κι εμείς;
Θα ηρεμήσουμε κάποια στιγμή, το ξέρω. Αν δεν το κάνουμε, άλλωστε, θα υπάρξει πρόβλημα. Θα μείνουμε οι δυο μας άνεργοι, άφραγκοι, χωρίς γονείς, φίλους, ούτε καν γνωστούς.
Προς το παρόν, όμως, τα όνειρα του ξύπνιου περιλαμβάνουν μόνο δύο γιατί πολύ απλά ο τρίτος περισσεύει.
Ο Κικέρωνας το είπε καθαρά: «Ο έρωτας κι η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο.»
Γι’ αυτό ας μείνουμε λίγο ακόμα έρμαια του παράλογου και του ανεξέλεγκτου, είναι τόσο ωραίο.