«Κοίτα εδώ τι όμορφο παιδί που είσαι. Με τα κόκκινα τα μαγουλάκια σου, το καρό πουκάμισο σου, ένα χεράκι μια σταλιά να κρατάει το μολύβι και πίσω ο χάρτης της Ελλάδας.»

Κοιτάζω τις παλιές σου φωτογραφίες και με πιάνει μια νοσταλγία. Θα μου πεις πως γίνεται να πιάνει εμένα νοσταλγία με τις δικές σου φωτογραφίες. Να σου εξηγήσω. Δεν το παθαίνω μόνο με τις φωτογραφίες σου, το παθαίνω και με τις διηγήσεις των ιστοριών σου από τα παιδικά και τα εφηβικά σου χρόνια.

Θέλω να ξέρω κάθε σου στιγμή από την ώρα που γεννήθηκες μέχρι την ώρα που σε γνώρισα. Θέλω να ξέρω πώς ήσουν, ποια παιχνίδια σου άρεσαν, ποια φαγητά, τι αταξίες έκανες, πόσα χτυπήματα έχεις από τα πεσίματα και τους καβγάδες με τ’ άλλα παιδιά, πότε ξύρισες πρώτη φορά το μουστάκι σου, πότε έπιασες γκόμενα.

Όπως κατάλαβες, θέλω να ξέρω τα πάντα για ‘σένα. Νομίζω ότι έτσι σε μαθαίνω καλύτερα, σε φέρνω πιο κοντά μου. Με ενδιαφέρει και η παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής σου.

Μη τρομάζεις, δεν είμαι επικίνδυνη και μη με κοροϊδεύεις.

Ξέρεις γιατί νιώθω αυτή τη νοσταλγία; Γιατί θα ‘θελα να ήμουν κι εγώ κάπου μέσα. Σε μια γωνίτσα να κοιτάζω κρυφά.

Θυμάσαι τις προάλλες που μου είπες για τις παιδικές σου αναμνήσεις στο χωριό της μαμάς σου;

Σ’ έβαζαν να τυλίγεις τ’ αυγά στις σελίδες του Χρυσού Οδηγού για να μη σπάσουν στο δρόμο. Μόνο και μόνο που το ‘κανα εικόνα, λύθηκα στα γέλια κι εσύ νόμιζες πως σε κορόιδευα. Λάθος έκανες. Γελούσα με τη σκέψη μου.

Φανταζόμουν εσένα μικρό παιδάκι, μεγαλωμένο στην πόλη, να κάνεις αυτή τη δουλειά. Να ‘χεις την ευθύνη των αυγών. Πόσο περήφανος θα ‘νιωθες τότε!

Ή τότε που κάπνισες το πρώτο σου τσιγάρο στο γυμνάσιο και κόντεψες να πνιγείς αλλά το ‘παιξες αδιάφορος και μάγκας για να μη δώσεις δικαιώματα να σουν την πουν οι δυο μεγαλύτεροι της παρέας.

Να σου πω και κάτι άλλο; Τις γκόμενες σου τις ζηλεύω όλες. Από το κοριτσάκι που «αγαπούσες» στο δημοτικό μέχρι τις πιο ώριμες σχέσεις σου. Το ξέρω ότι είναι παράλογο αλλά με τρώει μέσα μου. Δεν μπορώ να δεχτώ, ρε παιδί μου, ότι είχες αισθήματα και γι’ άλλες. Ας πούμε, εκείνη τη φωτογραφία που κρατάς από το χέρι εκείνο το ξανθό κοριτσάκι με τις μπούκλες και το πράσινο φόρεμα, απλώς τη μισώ. Τι; Είσαι μόλις έξι χρονών; Όχι, δεν είναι καλή δικαιολογία για να πάψω να τη μισώ.

Μέχρι και τις ιστορίες σου από το στρατό κάθομαι και τις ακούω σα να ακούω τα τέσσερα βιολιά και τα δυο κοντραμπάσα στη σκάλα του Μιλάνου. Ασφαλώς και γνωρίζεις ότι για μια γυναίκα οι ιστορίες του στρατού είναι οι πιο αδιάφορες διηγήσεις του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά εγώ εκεί, μη και χάσω καμιά οξεία.

Αν μ’ άκουγε κανείς τώρα ξέρεις ότι το λιγότερο που θα με χαρακτήριζε θα ‘ταν «εξαρτημένη χαζογκόμενα». Καθόλου δε με πειράζει όμως.

Μου τη δίνει πολύ άσχημα που δεν γνωριζόμαστε από πάντα, που έχω χάσει στιγμές σου, μεγάλες και μικρές, σημαντικές κι ασήμαντες.

Μου τη σπάει που δε μεθύσαμε μαζί για πρώτη φορά στα σχολικά πάρτι, που δεν πέσαμε μαζί από το ποδήλατο προσπαθώντας να ενώσουμε τις ρόδες, που δεν είμαι εγώ αυτή που «αγαπούσες» στο δημοτικό.

Κάθε σου μέρα για ‘μένα είναι σημαντική, η πρώτη σου μέρα στο νηπιαγωγείο, οι διακοπές σου με τους γονείς σου, το κάθε Πάσχα σου και τα κάθε σου Χριστούγεννα.

Βλέπεις, όλες αυτές οι λεπτομέρειες της ζωής σου, οι παιδικές σου αναμνήσεις, τα εφηβικά σου νεύρα, οι ανησυχίες κι οι φόβοι σου μαζί με τις επιθυμίες σου έφτιαξαν αυτό που είσαι τώρα.

Είναι τα κομματάκια του χαρακτήρα σου και της εξέλιξης σου. Είναι εσύ.

Για πες λοιπόν. Μ’ εκείνη την ξανθούλα με τις μπούκλες κρατάτε ακόμη επαφές;

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου