Σ’ ένα γηροκομείο μια μικρής πόλης ζούσε η κύρια Αρετή. Στα ογδόντα της ήδη μετρούσε πέντε χρόνια εκεί. Σε γενικές γραμμές ήταν ήσυχη κι υπάκουη, είχε, όμως, κι όλες τις παραξενιές που έχουν άνδρες και γυναίκες στην ηλικία της.
Γινόταν γκρινιάρα πολλές φορές κι άλλες παραπονιάρα. Συνηθισμένα φαινόμενα.
Η κυρία Αρετή βρισκόταν εκεί γιατί, όπως λέει, η νύφη της δεν είχε καμία όρεξη να τη νταντεύει στα γεράματα. Είχε να φροντίσει τα παιδιά της, το σπίτι της, τη δουλειά της, τον άντρα της και γιο της κυρίας Αρετής. Πού χρόνος και για μια γριά; Κι η κυρία Αρετή δεν είχε άλλο παιδί οπότε η μόνη λύση ήταν το γηροκομείο.
Το μεγάλο της παράπονο, αυτό που την έτρωγε και τη στεναχωρούσε, ήταν ότι θεωρούσε πως δεν την αγαπούσαν, ούτε ο γιος της ούτε η νύφη της. Ένα αίσθημα αδικίας ένιωθε.
Είπε κάποτε σε μια νοσοκόμα: «Αφού υποτίθεται πως αγαπάει το γιο μου, δε θα ‘πρεπε ν’ αγαπάει κι εμένα; Κι αν δεν μπορούσε να μ’ αγαπήσει, δεν μπορούσε έστω να με συμπονήσει; Αν δεν ήμουν εγώ να μεγαλώσω τον άντρα της, τι θα είχε; Αλλά αυτό δεν το σκέφτηκε ποτέ μάλλον.»
Όταν σκιαγραφούμε έναν άνθρωπο του αποδίδουμε κάποια χαρακτηριστικά. Λέμε ότι είναι έξυπνος, πεισματάρης, ευαίσθητος, καλόβολος, ανοιχτοχέρης, ξεροκέφαλος κι άλλους τέτοιους επιθετικούς προσδιορισμούς.
Όλοι μας έχουμε το χαρακτήρα μας που τον οφείλουμε στα γονίδια μας, στους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν, στο περιβάλλον μας, στην εκπαίδευση μας.
Κάπου μέσα μας, ένα κομμάτι μας, λοιπόν, είναι κι η οικογένεια μας. Κανείς μας δεν υπήρχε περίπτωση να ‘ναι ίδιος αν είχε διαφορετικούς γονείς απ’ αυτούς που ήδη έχει.
Γι’ αυτό, όταν αγαπάμε κάποιον, αγαπάμε το σύνολό του και το σύνολο αυτό περιέχει κι άλλους ανθρώπους. Είναι δυνατόν ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο χωρίς ν’ αγαπάς ή έστω να σέβεσαι την οικογένειά του;
Ναι, υπάρχουν κι άνθρωποι που ίσως δεν αξίζουν αισθήματα όπως αγάπη αλλά αυτοί είναι άλλο κεφάλαιο.
Όσο μπορούμε να μιλάμε για «φυσιολογικές» οικογένειες και καταστάσεις, όμως, τα πράγματα είναι πολύ απλά.
Όταν λες πως μ’ αγαπάς, σημαίνει πως αγαπάς, σέβεσαι κι εκτιμάς και την οικογένεια μου. Βλέπεις, για να γίνω αυτό που είμαι, με τα καλά μου και τα στραβά μου, βοήθησαν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, τ’ αδέρφια μου, οι παππούδες κι όλο μου το σόι.
Αν είσαι ο άνθρωπος της ζωής μου δε θα χρειαστεί καν να στο υποδείξω όλο αυτό. Θα το κάνεις αυτόματα.
Και να ξέρεις πως θα απαιτήσω κι απ’ αυτούς το ίδιο.
Αφού εγώ είμαι το παιδί τους ή η αδερφή τους ή το οτιδήποτε άλλο, θα γίνεις κι εσύ γι’ αυτούς το ίδιο.
Από την δική μου πλευρά θα κάνω το ίδιο. Μπορώ ν’ αγαπάω εσένα χωρίς ν’ αγαπάω την οικογένειά σου; Όχι, δεν μπορώ. Αν το κάνω θα ‘ναι σα να μην αγαπάω ένα μεγάλο κομμάτι σου κι αυτό κατ’ επέκταση θα σημαίνει πως δε θα ‘σαι ο άνθρωπος της ζωής μου.
Είναι πάρα πολύ άσχημο να έχει κάποιος αρνητική στάση απέναντι στην οικογένεια του άλλου. Τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Σε κανέναν μας δεν αρέσει να ακούμε κατηγορίες και κακές κουβέντες για την οικογένεια μας κι όπως δεν μας αρέσει ν’ ακούμε, καλό θα ‘ταν και να μη λέμε.
Αγάπα το σύντροφο σου με την οικογένεια του, λοιπόν. Τους αξίζει.