Σήμερα το πρωί ξύπνησα με τρομερό πονοκέφαλο. Καλά-καλά δεν άνοιγαν τα μάτια μου. Όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη έκανα μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας. «Πώς είσαι έτσι κούκλα μου;» μονολόγησα. Κοίταξα από ‘δω, κοίταξα από ‘κει, προσπαθούσα ν’ ανοίξω λίγο παραπάνω τα μάτια μέχρι που το είδωλο άρχισε να ξεθολώνει, μαζί του και το μυαλό μου.

«Για δες μαλλί. Όταν προσπαθώ να το φτιάξω έτσι, δε μου στρώνει. Είναι σέξι αυτό το άνω-κάτω όμως». Αυτά δεν τα είπα φωναχτά, από μέσα μου, μην αποτρελαθώ και τελείως.

Μαζί με τον καφέ που ακολούθησε ήρθαν κι οι εσωτερικές αναζητήσεις. Αναρωτιόμουν μήπως έχω κάποιο πρόβλημα που ακόμη και τ’ αρνητικά μου τα γυρίζω σε θετικά, που τα κακά μου τα κάνω να φαίνονται όμορφα, που αυτό που κάποια άλλη θα θεωρούσε ασχήμια εγώ το θεωρώ το πιο σέξι κομμάτι πάνω μου σε μια δεδομένη στιγμή.

Σήμερα το πρωί βρήκα άκρως ελκυστικά τ’ ανακατεμένα μαλλιά μου και τα μισάνοιχτα λόγω πονοκεφάλου μάτια μου. Χθες το πρωί το δέρμα μου ήταν σαν χαρτί, μου άρεσε πολύ. Ένα άλλο πρωί ξύπνησα τόσο ξεκούραστη που όλο το πρόσωπο μου το ένιωθα λες και βγήκα από το καλύτερο ινστιτούτο ομορφιάς.

Ξέρω πως όλα αυτά ακούγονται το λιγότερο ναρκισσιστικά, κάτι του τύπου: «Χαλάρωσε λίγο, μάτια μου». Εγώ απ’ την άλλη δεν το βλέπω έτσι.

Βρήκα πολύ απλά το καλύτερο παιχνίδι για να αισθάνομαι στον καθρέφτη, καθρεφτάκι μου η ωραιότερη πάνω στη γη κι ας ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαι. Το παιχνίδι αυτό είναι τόσο απλό κι ακίνδυνο που αν το έκαναν όλες, ο κόσμος θα είχε λιγότερα κόμπλεξ κι ανασφάλειες.

Τι δηλαδή; Να περιμένω από κάποιον άλλον να μου επιβεβαιώνει πάντα το αν και πόσο μετράω; Κι αν για δυο μέρες δε δω κανέναν θα βάλω πλερέζα και θα κρύβομαι μη με δει ανθρώπου μάτι; Όχι.

Τώρα βρίσκω όμορφα τα χείλη μου, αύριο ίσως θαυμάσω την κοιλιά μου που έπεσε, χθες κοιτούσα με καμάρι τα δόντια μου, την περασμένη βδομάδα έβρισκα τόσο ελκυστικό το ένα μέτρο κι εξήντα εκατοστά μπόι μου (για τους φίλους ένα και πενήντα οχτώ).

Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτή τη Γη επάνω που να μην έχει έστω κι ένα καλό πάνω του, όπως επίσης δε γίνεται να μην μπορεί κανείς να τονίσει τα καλά του και να σκεπάσει τ’ αρνητικά του.

Δεν έχω χειρότερο από  –ας πούμε άμυαλες θα τις χαρακτηρίσω– γυναίκες που έχουν ένα εκατομμύριο όμορφα πράγματα πάνω τους και τα βάζουν με Θεούς και δαίμονες που το στήθος είναι 75Β κι όχι 70C. Το αποτέλεσμα το ξέρετε. Ομορφιές που χάνονται πίσω από πλαστικές, μακιγιάζ κι ανασφάλειες. Πόσο άδικο είναι αυτό;

Ξύπνα το πρωί και σπάσε ένα χαμόγελο στον εαυτό σου κι έλα να μου πεις τι άσχημο βλέπεις. Τα στραβά σου δόντια να ξέρεις πως δεν τα θεωρώ άσχημα. Όπως δεν είναι άσχημες ούτε οι μεγάλες μύτες, ούτε τα πεταχτά αυτιά, τα μεγάλα οπίσθια, τα παχουλά μπρατσάκια ή οι ρυτιδούλες γύρω από τα μάτια.

Το μεγαλύτερο ποσοστό της ομορφιάς το κάνει η αυτοπεποίθηση, αυτό το: «Μ’ αρέσω και μ’ αποδέχομαι όπως είμαι, μ’ αγαπάω, ρε παιδί μου».

Ό, τι μπορώ να βελτιώσω, το βελτιώνω, αυτό που μπορώ να κρύψω τεχνηέντως, θα το κρύψω. Κάθε μέρα, όμως, δε θα ξεχνάω ότι μ’ ό, τι έχω είμαι η πιο σέξι ύπαρξη.

Οι πραγματικές γυναίκες μπορούν να πλασάρουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες και δεν μπορούν να κάνουν τον απέναντι να τις δει όμορφες κι ενδιαφέρουσες;

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου