Πριν χρόνια, στην περίοδο του γυμνασίου και λυκείου που άρχιζαν τα ενδιαφέροντα ν’ αλλάζουν, ο έρωτας χτυπούσε πόρτες, οι απορίες για το σεξ αυξάνονται και πληθύνονταν, άκουγα κορίτσια της δικής μου ηλικίας να ισχυρίζονται πως η μαμά τους είναι η καλύτερη φίλη τους και πως ό, τι θελήσουν όποια απορία κι αν έχουν ρωτούσαν εκείνη.
Πώς μπορούσαν να το κάνουν; Δεν ντρέπονταν; Δεν είχαν την ανασφάλεια πως η μαμά τους ίσως να μην τους έλεγε όλη την αλήθεια για τις προστατεύσει; Κι αν τις μάλωνε και δεν τις άφηνε να βγαίνουν έξω;
Είχα πολλές απορίες γύρω απ’ αυτό το θέμα.
Πώς γίνεται κάποιος να έχει το ρόλο και του γονιού και του φίλου; Ακόμη μου φαίνεται ακατόρθωτο. Στην περίπτωση δε που μια κόρη λέει τα πάντα στον πατέρα της, εκεί είναι που σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Οι γονείς μας είναι γονείς μας και δε γίνεται να είναι ταυτόχρονα φίλοι μας. Ναι, συμφωνώ πως κάποια πράγματα τα γνωρίζουν, συμβουλεύουν, λένε την άποψή τους, αλλά μέχρι εκεί. Φίλοι δεν μπορούν να γίνουν.
Το γεγονός ότι μεγαλώνοντας βγαίνουμε για καφέ με τους γονείς μας ή για φαγητό και λέμε περισσότερα πράγματα δεν τους καθιστά παλιόφιλους. Έτσι κι αλλιώς, καθώς περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε έχουμε άλλο τρόπο σκέψης κι άλλα ενδιαφέρονται και μπορούμε να κάνουμε συζητήσεις άλλου επιπέδου κι άλλου περιεχομένου.
Όπως δεν μπορούμε να ζητήσουμε κάτι από ένα φίλο μας σαν να ήταν γονιός μας, έτσι δεν μπορούμε να ζητήσουμε κάτι από το γονιό μας σαν να ‘ναι φίλος μας. Ο καθένας έχει το ρόλο του, τις αρμοδιότητές του κι ό, τι συνεπάγονται αυτά.
Είναι δυνατόν να ζητάς χαρτζιλίκι από ένα φίλο δανεικό κι αγύριστο; Όχι. Είναι δυνατόν να ζητάς από τους γονείς σου να σου κάνουν «πλάτες» για να κοιμηθείς το βράδυ στο σπίτι του αγοριού σου; Όχι.
Βέβαια, μπορείς να ζητήσεις από τη μαμά σου να σε καλύψει στο μπαμπά σου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η μαμά σου είναι η καλύτερη φίλη σου.
Μπορεί να είμαι πολύ παραδοσιακή ή πολύ οπισθοδρομική, αλλά μερικά πράγματα απλά δεν μπορώ να τα χωνέψω. Πώς γίνεται να περιγράφεις στους γονείς σου τις ερωτικές σου περιπτύξεις;
Δε λέω, χαζοί δεν είναι και καταλαβαίνουν τις ανάγκες του παιδιού, το ότι μεγαλώνει, το ότι δεν είναι πια του χεριού τους αλλά ανεξάρτητο. Όχι, όμως, να ξέρουν και κάθε λεπτομέρεια της άσωτης ζωής.
Χάνεται και λίγο η μαγεία. Αν λέμε τα πάντα στους γονείς κι αν αυτοί μας καλύπτουν ανάγκες που καλύπτουν οι φίλοι, τότε τι τους θέλουμε τους φίλους;
Έχω και μια απορία ακόμη. Μήπως όταν θεωρούμε πως οι γονείς μας είναι οι καλύτεροι φίλοι μας, το κάνουμε γιατί δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε πραγματικούς φίλους; Ή για κάποιους λόγους φοβόμαστε να δεθούμε μ’ άλλους ανθρώπους πέρα από την οικογένεια μας;
Όταν θυμάμαι ότι με απειλούσε η αδερφή μου αν δεν της κάνω τη χάρη ότι θα πει στη μαμά μας ότι έχω γκόμενο, με κάνει να χαμογελάω ακόμη και σήμερα. Γιατί για ‘μένα, η μαμά κι ο μπαμπάς είναι μαμά και μπαμπάς, είναι γονιός για να μας αγαπάει πιο πολύ από τη ζωή του, να μας φροντίζει, να μας γκρινιάζει, να νοιάζεται για το παραμικρό, να μη θέλει να πάθουμε ποτέ κι ούτε γι’ αστείο κακό.
Οι φίλοι μας είναι για λέμε μυστικά, να κάνουμε τρέλες, να βγαίνουμε έξω, να συζητάμε με τις ώρες στα τηλέφωνα, να κλαίμε με τις ώρες στο πλευρό τους χωρίς να παθαίνουν υστερία ότι κάτι έπαθε το παιδί, για αναλύσεις παντός είδους και για πολλά πολλά ακόμη.
Κι εμείς τους αγαπάμε ξεχωριστά και μ’ άλλο τρόπο.