Η οικογένεια μας, η οικογένεια του καθένα μας αποτελείται από γονείς, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, ξαδέρφια, φίλους ενδεχομένως, πεθερικά και μπατζανάκια.
Ανθρώπους με τους οποίους έχουμε καθημερινή επαφή, κοινό DNA, μας ενώνει το αίμα, η καταγωγή, η κληρονομικότητα ή κι ένας γάμος. Τους ξέρουμε, μιλάμε, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, τρώμε μαζί, μαλώνουμε, γελάμε, παρεξηγιόμαστε και κάνουμε, τέλος πάντων, ό,τι κάνουν όλες οι οικογένειες.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άνθρωποι που ανήκουν τυπικά στην οικογένεια μας αλλά δεν τους γνωρίσαμε ποτέ. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες που δε γνωρίσαμε ποτέ, που δεν έχουμε καμία ανάμνηση από ‘κείνους είτε γιατί «έφυγαν» νωρίς και πριν γεννηθούμε είτε γιατί ήμασταν πολύ μικροί και δεν είναι εφικτό να έχουμε μνήμες.
Ο Χρήστος πήρε τ’ όνομα του απ’ τον παππού του το Χρήστο που σκοτώθηκε στον πόλεμο, η Αρετή έχει τ’ όνομα της γιαγιάς της που «έφυγε» λίγο μετά τη γέννηση της, ο Αντώνης έχει τ’ όνομα του πατέρα της μαμάς του που τον έχασε νωρίς.
Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες που δε γνωρίσαμε ποτέ κουβαλούν πολύ μεγάλη ιστορία, τους ακολουθεί ένας μύθος. Έτσι συμβαίνει άλλωστε με τους ανθρώπους που δεν έχουμε δει ποτέ με τα μάτια μας.
Ακούμε χίλιες δύο ιστορίες γι’ αυτούς, τι δουλειά έκαναν, πώς ήταν εμφανισιακά, τι συνήθειες είχαν, ποια ήταν τα κουσούρια τους, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά τους αλλά όλα αυτά μας ακούγονται σαν παραμύθια.
«Ο παππούς σου ο Γιώργος ήταν δυο μέτρα άντρας και δούλευε όλη μέρα σαν το σκυλί στα χωράφια για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά του» ή «η γιαγιά σου μαγείρευε κάτι φαγητά που δεν μπορείς να φανταστείς. Όλοι στο σπίτι μας ήθελαν να τρώνε» ή «πήρες τ’ όνομα πήρες και τη χάρη» ή «κάθε βράδυ η γιαγιά σου μας έλεγε παραμύθια κι ιστορίες απ’ το κεφάλι της για να κοιμηθούμε».
Όλα αυτά όσο οικεία ακούγονται άλλο τόσο ξένα μοιάζουν. Γι’ αυτούς που μας διηγούνται τις ιστορίες είναι κομμάτια της ζωής τους και του παρελθόντος τους, για ‘μας είναι κομμάτια της οικογένειάς μας που όμως δεν μπορούμε να τα βιώσουμε στο βάθος τους. Ακούμε απλά πως ήταν και τι έκαναν και πλάθουμε εικόνες της μορφής και των δραστηριοτήτων τους.
Κρατάμε, για παράδειγμα, ένα δικό τους αντικείμενο στα χέρια μας που το έχουν κρατήσει οι γονείς μας για ενθύμιο και το μυαλό μας πλάθει ιστορίες γύρω του. Οι γονείς μας το θυμούνται στα χέρια των δικών τους γονιών και για ‘μας είναι ένα οικογενειακό ενθύμιο.
Όπως εκείνα τα λεγόμενα οικογενειακά κειμήλια που περνούν από χέρι σε χέρι κι από γιαγιά σε εγγονή.
Είναι περίεργο και συγκινητικό να έχουμε πράγματα των παππούδων που δεν είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Με μια φωτογραφία τους στα χέρια μπορούμε να πλάσουμε μια μορφή τους, να τους δώσουμε κίνηση και να τους φανταστούμε να κάνουν όλα αυτά για τα οποία μας μιλούν όσοι τους ήξεραν.
Το ίδιο συγκινητική είναι κι εκείνη η φράση: «Μακάρι να ζούσε η γιαγιά σου και να σε καμάρωνε.»
Για τους παππούδες και τις γιαγιάδες που δε γνωρίσαμε, οι γονείς μας έτρεφαν και τρέφουν αισθήματα κι εμείς είμαστε εδώ για να συντηρήσουμε το μύθο τους και να τους κρατάμε ως μέλη της οικογένειας, του παρελθόντος και του μέλλοντός της. Το DNA κι η κληρονομικότητα εξάλλου είναι τόσο ισχυρά που χωρίς να το θέλουμε και να το επιδιώκουμε, η ιστορία μας επαναλαμβάνεται. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες που αποτελούν μυστήριο ζουν μέσα από εμάς.