Ο παγκόσμιος πληθυσμός της γης υπολογίζεται σήμερα περίπου στα εφτά δισεκατομμύρια τριακόσια πενήντα εκατομμύρια ανθρώπους. Σχεδόν επτάμιση δισεκατομμύρια μοναδικές προσωπικότητες.
Όσο κι αν ο αριθμός αυτός μοιάζει τεράστιος κι όσο κι αν θέλουμε να ομαδοποιούμε τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα τους, την καταγωγή, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την ήπειρο, δε θα καταφέρουμε ποτέ να βρούμε δύο απολύτως όμοιους ανθρώπους.
Γιατί πολύ απλά το κάθε άτομο είναι μία, μεμονωμένη και ξεχωριστή ύπαρξη. Ακόμη κι αν οι απόψεις ταυτίζονται, τα όνειρα κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, τα γούστα ταιριάζουν, πάντα θα υπάρχει, έστω και κάτι ελάχιστο, που θα κάνει τη διαφορά.
Καθένας από ‘μας έχει κάτι να πει, κάτι να προσφέρει, μια ιστορία που τον κάνει μοναδικό. Απ’ όλους τους ανθρώπους έχουμε να διδαχθούμε και να μάθουμε κάτι νέο όσο κι αν κάποιοι μοιάζουν αδιάφοροι ή άδειοι. Οι πάντες έχουν ένα κεφάλαιο της ζωής τους, είτε με πολλές είτε μ’ ελάχιστες σελίδες, που αν το μοιραστούν θα μπορέσουν να βοηθήσουν κάποιον άλλο ή να δώσουν μια συμβουλή, ένα κουράγιο, μια παρηγοριά, ακόμη κι ένα χαμόγελο.
Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να χαρίζεις σ’ έναν άνθρωπο έστω κι ένα χαμόγελο. Σπανίζει.
Ακόμη και σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει κακό στον άλλον, ακόμη και τότε του μαθαίνει. Του μαθαίνει να φυλάγεται, να προσέχει τις επόμενες κινήσεις του, να εκτιμάει περισσότερο ό, τι θεωρούσε αδιάφορο ή ασήμαντο.
Ό, τι αποκομίζει ο καθένας από κάποιον άλλον είναι θεμιτό.
Κανέναν απολύτως ρόλο δεν παίζει η ηλικία του άλλου, οι πολιτικές ή θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η καταγωγή του, η οικογενειακή του κατάσταση.
Ένα μικρό παιδάκι μέσα από την αγνότητα και την αθωότητα του χαρίζει χαρά κι εκπλήξεις με μια λεξούλα που ξεστόμισε, με μια εκδήλωση αγάπης ή μια χειρονομία που κανείς δεν την περίμενε.
Μια ηλικιωμένη κυρία μπορεί να διδάξει μια νεότερη με αποφθέγματα σοφίας σπουδαιότερα κι από των πραγματικών σοφών. Οι ηλικιωμένοι δε μιλούν τυχαία ποτέ. Έχουν ζήσει, έχουν πάθει κι έχουν μάθει. Όχι μόνο σε θέματα αισθηματικά, συμπεριφοράς και ζωής αλλά και σε πρακτικά.
Ένας συνεπιβάτης σε κάποιο ταξίδι με το λεωφορείο που διαρκεί ώρες. Μπορεί να είναι ξένος, μπορεί να μοιάζει αδιάφορος, κι όμως, μπορεί μέσα στη διάρκεια του ταξιδιού να σου δώσει ό, τι δεν μπόρεσε να σου δώσει ένας άλλος σε διάρκεια χρόνων.
Ο κάθε άνθρωπος θέλει το χρόνο του και το χώρο του. Δεν ανοίγονται όλοι το ίδιο ούτε έχουν όλοι τη μεταδοτικότητα που χρειάζεται για να έρθουν κοντά δυο άνθρωποι -κι όχι μόνο ερωτικά.
Όλοι χρειάζονται ή μάλλον χρειαζόμαστε μια ευκαιρία, την κατάλληλη ευκαιρία για ν’ ανοιχτούμε, να μοιραστούμε και να μοιράσουμε.
Αυτό το πάρε-δώσε είναι που κάνει τις σχέσεις μοναδικές. Ό, τι δίνεις παίρνεις λένε, άλλωστε. Μερικές φορές μπορεί να μην ισχύει. Ίσως δίνεις πολλά και παίρνεις ελάχιστα ή και το αντίθετο. Πάντα, παρ’ όλα αυτά παίρνεις.
Σε όλους μας έχει συμβεί να μείνουμε έκπληκτοι όταν γνωρίζουμε καλύτερα ένα άτομο που θεωρούσαμε ουδέτερο. «Κοίτα να δεις πόσο πλάκα έχει ο τύπος και δεν του φαινόταν.» ή «Για δες τι τραβούσε η κοπέλα. Γι’ αυτό ήταν πάντα λυπημένη.»
Η επικοινωνία πέρα από χάρισμα χρειάζεται κι έμπνευση. Να σ’ εμπνέει ο άλλος να του ανοιχτείς, να τον εμπνεύσεις να σου ανοιχτεί.
Σ’ άλλους η ζωή τα φέρνει βολικά και σ’ άλλους όχι, άλλοι είναι ικανοποιημένοι από την καθημερινότητα τους και σ’ άλλους λείπουν πρόσωπα και πράγματα. Δε λειτουργούν όλοι το ίδιο.
Να δίνουμε για να παίρνουμε, σ’ αυτά τα θέματα είναι που δε χρειάζονται τσιγκουνιές. Ας δώσουμε εκατό κι ας πάρουμε είκοσι, αυτά τα είκοσι ίσως μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι οικονομικές συναλλαγές, δεν υπάρχει ισοτιμία συναισθήματος.