Η μέρα των γενεθλίων είναι η πιο σημαντική μέρα του έτους.
Είναι η μέρα του προσωπικού απολογισμού. Μια αναδρομή στον προηγούμενο χρόνο, μια προσωπική πρωτοχρονιά.
Τι έδωσα, τι πήρα, εξελίχτηκα, πρόσφερα, πήγα ένα βήμα παραπέρα;
Αυτή τη βδομάδα είναι τα γενέθλια του αγαπημένου pillowfights.gr. Ένας χρόνος με άρθρα που μας προβλημάτισαν, που κλάψαμε, γελάσαμε, συμφωνήσαμε και πολλές φορές διαφωνήσαμε.
Ευκαιρία για μια αναδρομή, λοιπόν, στις δικές μας ζωές.
Η μαμά μου, κάποτε, μου είπε πως η πρώτη λέξη που είπα όταν μίλησα δεν ήταν ούτε «μαμά» ούτε «μπαμπά». Ήταν «μόνη μου». Υπάρχει, ασφαλώς, μια δόση υπερβολής σ’ αυτό όπως καταλαβαίνετε.
Ήθελα να τρώω μόνη μου, να ντύνομαι, να διαβάζω αργότερα. Να τα κάνω όλα μόνη. Να μη με βοηθάει κανείς. Ν’ αποδεικνύω καθημερινά ότι μπορώ να κάνω τα πάντα μόνη μου.
Δεν ξέρω αν αυτό ήταν καταγεγραμμένο στο DNA μου ή αν υπήρχε μέσα μου σαν ένστικτο επιβίωσης. Μια υποσυνείδητη σκέψη του τύπου αν βρεθώ ποτέ σε δύσκολη θέση να μπορώ να επιβιώσω.
Το πήγα πολύ βαθιά λέτε; Που να σας πω και τη συνέχεια.
Αυτό το «μόνη μου» της ανεξαρτησίας κατάφερα να το κάνω το μεγαλύτερο φόβο μου. Να μη μείνω μόνη μου.
Το σκεπτικό το εξής απλό. Αφού μπορώ να κάνω τα πάντα, δε θα πω τίποτα, κανέναν δε θα έχω ανάγκη και κανείς δε θα ‘χει εμένα.
Έτσι είναι. Όταν προσφέρεις τη βοήθεια σου σε κάποιον κι αυτός ο κάποιος συνεχώς δεν τη χρειάζεται, είναι απολύτως φυσιολογικό να μη σου δίνει καμιά σημασία χρόνο με το χρόνο. Και το παράλογο όλων είναι ότι απορείς με τους ανθρώπους που δε σε καταλαβαίνουν και χίλια δύο άλλα.
Αυτό το πακετάκι της ανεξαρτησίας συνοδεύεται κι από δυσκολία στο άνοιγμα της καρδιάς, των σκέψεων, των συναισθημάτων.
Για να μη ξεφεύγω από το θέμα μου.
Ο μεγαλύτερος μου φόβος μέχρι τη στιγμή που είδα εκείνη τη διαφήμιση ήταν άυλος. Μέτα απέκτησε μορφή, σάρκα και οστά.
Πριν κάποια χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων, βλέπω στην τηλεόραση μια διαφήμιση με μια γριούλα με άσπρα μαλλιά και κότσο, πουκάμισο με δαντέλα στο γιακά, μακριά φούστα, καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα με τη γάτα της στα πόδια να κοιτάει στεναχωρημένη το τηλέφωνο και να λέει, «Είπαν θα έρθουν να με πάρουν».
Κανείς δεν πήγε να την πάρει. Μόνη της.
Αυτό ήταν. Για πολύ καιρό μ’ έβλεπα μέσα στη γριούλα. Μόνη, γερασμένη, να περιμένω κάποιον και να μην έρχεται κανείς.
Από που πήγαζε όλος αυτός ο φόβος είναι άλυτο μυστήριο. Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω.
Η πιο σίγουρη είναι πως ποτέ δεν έμεινα μόνη, πάντα υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω και προφανώς φοβόμουν μην εξαφανιστούν όλοι και μείνω να κοιτάω κι εγώ ένα τηλέφωνο που δε χτυπάει από κανέναν και μια πόρτα κλειστή που δεν ανοίγει από κανέναν.
Εντάξει, τώρα το ξεπέρασα, αλλά αυτή τη γριούλα δεν μπορώ ακόμη να την ξεχάσω.
Και να σας πω και κάτι ακόμη; Νομίζω πως οι φόβοι κάποια στιγμή μας κάνουν καλό, μας κάνουν καλύτερους.
Γιατί ό,τι φοβόμαστε πρέπει να το αντιμετωπίζουμε κατάματα. Από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο.