«Ο Κώστας αγαπάει τη Δέσποινα, ο Κώστας αγαπάει τη Δέσποινα, ο Κώστας αγαπάει τη Δέσποινα.»
«Η Χριστίνα αγαπάει τον Πέτρο, η Χριστίνα αγαπάει τον Πέτρο, η Χριστίνα αγαπάει τον Πέτρο.»
Κι όλα αυτά τραγουδιστά σε σταθερό τόνο, με γέλια και χαχανητά ενδιάμεσα. Έτσι είναι ο έρωτας των μικρών παιδιών. Μοιάζει αστείος, παράξενος, λόγος κοροϊδίας, στόχος.
Μπορεί τώρα που μεγαλώσαμε να μη θυμόμαστε πώς ήταν τότε που ο έρωτας μας χτυπούσε τα πρώτα καμπανάκια, τότε που ο έρωτας εκφραζόταν σαν «αγάπη», πράγμα που ακόμη ισχύει.
Στα μάτια, όμως, του δασκάλου ή της δασκάλας, οι εικόνες των ερωτευμένων παιδιών ξυπνούν τις αναμνήσεις και γεννούν ελπίδα. Όσο και να αλλάξει ο κόσμος, αυτό το αίσθημα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ.
Όταν ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι, νιώσει τα πρώτα ερωτικά πεταρίσματα, γίνεται διαφορετικό, μεταμορφώνεται και του φαίνεται. Από τότε ο έρωτας μας αλλάζει το πρόσωπο, τη συμπεριφορά, τις προτεραιότητες.
Ο Παναγιώτης ξυπνούσε, έβγαζε τις πιτζάμες του, έβαζε τις φόρμες του, έτρωγε βιαστικά, άρπαζε την τσάντα του και πήγαινε σχολείο. Ο Παναγιώτης ερωτεύτηκε την Αθηνά. Η ολική μετάλλαξη δεν άργησε να έρθει.
Ο Παναγιώτης ξυπνούσε, έψαχνε τι θα φορέσει, χτένιζε τα μαλλιά του, έτρωγε προσεκτικά μη λερωθεί, βούρτσιζε τα δόντια του χωρίς πεντακόσια παρακάλια, άρπαζε την τσάντα του και πήγαινε σχολείο με καρδιοχτύπι.
Η Αμαλία ξυπνούσε το πρωί, φορούσε αυτά που της διάλεξε η μαμά της, έπιανε τα μαλλιά της κοτσίδα, έτρωγε με όρεξη το πρωινό της, έπαιρνε την τσάντα της και πήγαινε σχολείο. Η Αμαλία ερωτεύτηκε τον Χρήστο και το καθημερινό πρόγραμμα άλλαξε.
Ξυπνούσε το πρωί, γκρίνιαζε γιατί ήθελε να φορέσει τα καλά της, άφηνε τα μαλλιά της κάτω και τα στόλιζε με πολύχρωμα κοκαλάκια, έτρωγε ανόρεχτα γιατί θυμόταν ότι την αποκάλεσαν καμιά δυο φορές «χοντρή», πετούσε στην τσάντα της μερικές τσίχλες που ήξερε πως αρέσουν στον Χρήστο, αρωματιζόταν και πήγαινε σχολείο με το πιο ωραίο της χαμόγελο.
Όταν τα παιδιά ερωτεύονται ψάχνουν τρόπους για να εντυπωσιάσουν. Ντύνονται προσεγμένα, βάζουν ζελέ στο μαλλί, ψάχνουν ν’ αγοράζουν τα πιο εντυπωσιακά μολύβια και τα πιο ευφάνταστα τετράδια και διαβάζουν περισσότερο για να μη γίνουν περίγελος στα μάτια του έρωτά τους. Άλλα φοβούνται να τον εκφράσουν κι άλλα τον διατυμπανίζουν.
Από την άλλη, πολλές φορές τους βγαίνει επίθεση γιατί ντρέπονται που τους κατάλαβαν. «Ποιος είπε ρε, ότι αγαπάω την Ολυμπία; Αν αγαπάω εγώ την Ολυμπία κι εσύ αγαπάς την Πολυξένη.» Είναι γνωστό ότι τα παιδιά είναι σκληρά κι αδιάκριτα κι όλη αυτή η αναμπουμπούλα του έρωτα κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα.
Στα μάτια ενός ενήλικα όλη αυτή συμπεριφορά είναι αφορμή για χαμόγελο. Τα κρυφά βλέμματά τους, η νευρικότητα τους, τα πειράγματά τους, τα χαρτάκια που ανταλλάσουν, η απογοήτευσή τους πολλές φορές όταν ο έρωτάς τους δεν έχει αντίκρισμα ή όταν προσπαθούν να τον κρύψουν με κάθε μέσο. Κι όλα αυτά με έναν τόσο αθώο τρόπο.
Ο ανήλικος έρωτας είναι μικρογραφία του ενήλικου έρωτα. Έτσι κάνει ο άτιμος. Δε λογαριάζει τίποτα και το μόνο άδικό του είναι πως δεν κρατάει όλη την παιδική τρυφερότητα της γέννησής του.
Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Φωτιάδου: Πωλίνα Πανέρη