Υπάρχουν κάποια πράγματα σ’ αυτήν εδώ τη ζωή που ό,τι κι αν κάνεις, δεν κολλάνε μεταξύ τους.

Μπορεί το ένα να εξουδετερώνει το άλλο, μπορεί να κάνουν αντίδραση μεταξύ τους, ν’ αλληλοβλάπτονται, γενικότερα. Για παράδειγμα, το ασβέστιο εξουδετερώνει το σίδηρο. Θα φας σπανάκι με φέτα;

Η κλοπιδογρέλη δεν ταιριάζει με την ετορικοξίμπη. Αν τα πάρεις μαζί μπορεί να οδηγηθείς στο θάνατο. Θα τα πάρεις;

Τα γαλλικά και το πιάνο δεν ταιριάζουν με τα μπουζούκια. Έτσι δεν είναι;

Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιους ανθρώπους. Δεν κολλάνε μεταξύ τους, δεν ταιριάζουν με αποτέλεσμα να γίνονται ζευγάρι και να χωρίζουν τρεις την ώρα μέχρι να δεχτούν και ν’ αποδεχτούν ότι δεν γίνεται να ‘ναι μαζί.

Μη μου πείτε ότι δεν έχετε στον κύκλο σας ζευγάρια που το κάνουν αυτό; Σίγουρα έχετε.

Αυτά τα ζευγάρια, λοιπόν, έχουν σαν αντιβίωση το χωρισμό. Ένας χωρισμός κάθε δωδεκάωρο μέχρι να γίνουν καλά και όλο το στενό περίγυρό τους, να τους παρηγορεί για εξακοσιοστή ογδοηκοστή τρίτη φορά.

Εγώ το θεωρώ πολύ κουραστικό όλο αυτό, δεν ξέρω για ‘σας.

Η δική μου γνώμη είναι ότι αν έρθει ένας χωρισμός, μετά με μαθηματική ακρίβεια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θα έρθει και δεύτερος και τρίτος.

Όση αγάπη κι όσος έρωτας κι αν υποτίθεται πως υπάρχει, δεν αρκεί για να κάνει δυο ανθρώπους να’ ναι μαζί. Δεν φτάνουν αυτά.

Κι έχω και μια απορία. Όταν χρησιμοποιούν κάθε τόσο το ρήμα «χωρίζουμε», δε γελάνε; Δεν τους φαίνεται αστείο; Ή έχουν μπερδέψει την έννοια του και την ερμηνεία του;

Τα ζευγάρια που χωρίζουν συνέχεια, χωρίζουν με μια και μόνη υπόσχεση, πως πάντα είναι η τελευταία φορά.

Τελευταία φορά σπανίως είναι. Μ’ ένα γλυκόλογο, με μια συγγνώμη και μια υπόσχεση όλα ξεχνιούνται κι αρχίζουν πάλι από την αρχή. Ώσπου φτάνουν στο σημείο που κανείς πια δεν τους πιστεύει ότι χώρισαν κι όχι άδικα. Το παραμύθι με το λύκο και το βοσκό, το ξέρετε φαντάζομαι.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ζήλια είναι αυτή που κάνει δύο ανθρώπους να έχουν τέτοιες εξάρσεις και συμπεριφορές. Εν αρχή ην η ζήλια διότι την ακολουθούν κι άλλα κακόφημα ουσιαστικά όπως η κτητικότητα, η αναξιοπιστία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Φυσικά και δε χωρίζουν έτσι απλά. Το συζητούν, τουλάχιστον, οχτώ ώρες στο τηλέφωνο, ανταλλάσσουν τριάντα εφτά μηνύματα αφού το κλείσουν και ξαναμιλούν στο τηλέφωνο για να πάρουν την οριστική απόφαση νούμερο είκοσι τέσσερα.

Όλοι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε λάθη όπως και το δικαίωμα να μας τα συγχωρούν. Το να δώσει κάποιος μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση του, ασφαλώς και δεν είναι κατακριτέο. Το να είσαι, όμως, ζευγάρι που χωρίζει κάθε που βραδιάζει, ναι, είναι κατακριτέο.

Χάνεται πολύτιμος χρόνος, τζάμπα δάκρυα, άδικοι καυγάδες, σου ‘πα, μου ‘πες και συγγνώμες του αέρα.

Δε θα αναλύσω τώρα τι είναι αυτό που κρατάει τα ζευγάρια ενωμένα, δεν είναι της παρούσης. Σίγουρα δεν είναι οι συχνοί χωρισμοί. Και θα ήταν πολύ καλό να το πάρουν χαμπάρι όσοι τους έχουν για πρωινό.

Δεν πρόκειται ποτέ να στεριώσει μια τέτοια σχέση. Όταν πραγματικά δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τον άλλον δε προφέρεις τη λέξη «χωρισμός» ούτε για αστείο.

Την επόμενη φορά που θα χωρίσεις γι’ άλλη μια φορά οριστικά, φρόντισε να κρατήσεις την απόφαση αυτή.

Κουράσου επιτέλους. Είναι κρίμα.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου