Γνωρίζουμε τόσο κόσμο καθημερινά. Αριθμός με πολλά μηδενικά που δε θα καταφέρουμε κι ποτέ να μετρήσουμε. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Mετράνε όμως εκείνοι που τελικά επιλέγουμε να κάνουμε δικούς μας, να τους δώσουμε την ευκαιρία να μπουν στη ζωή μας.
Τότε λέμε πως όχι απλά γνωρίζουμε κάποιον, αλλά τον συμπαθούμε κιόλας. Γιατί λογικό δεν είναι; Αν δε συμπαθείς κάποιον, αν δεν έχετε τα ίδια ενδιαφέροντα, απόψεις, κριτική σκέψη, δεν μπορείς να κάνεις τη σωστή σύνδεση μαζί του. Για να είμαστε όμως πιο δίκαιοι, δε λέω, πως δε συμβαίνει να κάνουμε παρέα με κάποιον που δεν ταιριάζουμε απόλυτα, απλά συχνότερα προτιμούμε να εστιάσουμε στα κοινά χαρακτηριστικά.
Έχετε παρατηρήσει όμως, πως πολλές φορές, συμπαθούμε κάποιον, ενώ δεν τον έχουμε γνωρίσει ποτέ; Ορισμένες φορές συμβαίνει ακόμη και να μην τον έχουμε δει ποτέ.
Για άλλη μια φορά, δεν εννοώ πως είναι το συνηθέστερο γεγονός στη ζωή μας, είναι όμως ένα φαινόμενο, είναι αυτό το κάτι περίεργο που θα μας συμβεί. Είναι περίπλοκο συναίσθημα, που δύσκολα περιγράφεται ή ερμηνεύεται. Πώς γίνεται να συμπαθήσεις έναν άνθρωπο αν δεν ξέρεις, που αγνοείς πώς φέρεται, πώς μιλάει, πώς κινείται;
Σίγουρα, έχετε ένα τέτοιο περιστατικό κι εσείς να περιγράψετε. Όλοι έχουν. Από το πιο απλό, από την παιδική μας ηλικία θα πω εγώ. Από τη χαζή, αθώα και γλυκιά παράλληλα, εφηβική μας ζωή. Ξεχάσατε πόσες αφίσες είχατε κολλημένες, με τους ήρωες σας; Δεν εννοώ science fiction ήρωες, cartoon, ή κάτι παρόμοιο. Αλλά από κάποια σειρά, κάποια ταινία, έναν ηθοποιό που συμπαθήσατε έτσι φατσικά που λέμε. Ή κι έναν τραγουδιστή.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι τα πρώτα που μας προσελκύουν. Μην τα μπερδεύετε όμως, δεν εννοώ σε καμία περίπτωση, τον έρωτα, που και καλά ίσως αισθανθούμε για έναν άνθρωπο, αναφέρομαι σ’ αυτη την αίσθηση φιλικής οικειότητας που μας δημιουργούν ορισμένοι. Έτσι απλά, χωρίς πολλά πολλά.
Επίσης είναι λίγες πάλι οι φορές, που από την περιγραφή και μόνο ενός ανθρώπου, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως τον συμπαθούμε; Ένας φίλος μας, ο κολλητός ή κολλητή μας, κάποιος κοντινός μας βρε παιδί, έχει αρχίσει να μας περιγράφει, ένα συνάδεφλο, ένα συμφοιτητή, τον έρωτα της ζωής του που μόλις γνώρισε, και μέσα από τα λεγόμενά του, συνειδητοποιούμε πως τον συμπαθούμε κι εμείς.
Ο θαυμασμός στη φωνή του συνομιλητή μας, η τρομερή περιγραφή, που μπορεί να απέχει πολύ από την πραγματικότητα γιατί στα μάτια του κάποια πράγματα φαντάζουν αλλιώς, όλα αυτά συνδράμουν με ένα γαμάτο τρόπο ώστε να συμπαθήσουμε κι εμείς αυτόν τον άνθρωπο που δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ.
Και κάπως έτσι, την επόμενη φορά που θα ακούσουμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έχουμε τη διάθεση να μάθουμε περισσότερα, χαμογέλαμε στο άκουσμα της ύπαρξης του, και τον συμπαθούμε ακόμη περισσότερο. Σαν τα παραμύθια ένα πράγμα. Δεν απέχει κι πολύ στην τελική.
Άλλες πάλι φορές, μπορεί να πάμε σε ένα καφέ, ή να μπούμε σ’ ένα λεωφορείο, να αναγνωρίζουμε μια τακτική φυσιογνωμία και να αισθανθούμε πάλι το ίδιο αίσθημα οικειότητα. Τι θέλω να πω, θα αναρωτιέστε.
Όταν παίρνεις κάθε μέρα το ίδιο μέσο, ή πας πολύ συχνά σε ένα συγκεκριμένο στέκι, είτε μόνος είτε με παρέα, δε μας απασχολεί, μπορεί να συναντάτε το ίδιο άτομο συνέχεια. Να τον βλέπετε κάθε μέρα. Να κάνει κάτι που θα σας αρέσει, είτε απλά πριν φύγει λέει καλημέρα χωρίς να’ χετε γνωριστεί, να σας ανοίγει την πόρτα να περάσετε, να σας χτυπάει το εισιτήριο επειδή είστε σαν σαρδέλα στριμωγμένος και δε φτάνετε το μηχάνημα, ακόμη και να σηκωθεί από τη θέση του για να καθίσετε εσείς γιατί αυτός κατεβαίνει, και φυλάει πάντα τη θέση του για σας.
Τόσες όμορφες χειρονομίες από έναν άγνωστο, που μπορεί να μην ξέρετε καν το όνομα του, και μπορεί να μην το μάθετε κι ποτέ. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες όμως είναι που καθιστούν μαγική τη σχέση των ανθρώπων.
Δε χρειάζονται τελικά πολλά πράγματα, όχι πολλές φανφάρες. Λίγα και καλά. Ένα χαμόγελο, μια καλημέρα, ένα αστείο που μπορεί να πει αλλά να μην είστε ποτέ κοντά για να το ακούσετε, κάτι άλλο που μπορεί να κάνει, κι είτε να το δείτε από μακρυά είτε να το ακούσετε, όλα αυτά συμβάλλουν σένα τελικό αποτέλεσμα.
Να τον συμπαθήσετε, χωρίς πολλά πολλά, έτσι και φατσικά, έτσι στο άκουσμα της ύπαρξής του.
Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Τσομόρα: Κατερίνα Κεχαγιά.