Ξημερώματα στην πιο ερωτική πόλη της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη μία και μοναδική. Όποτε επισκέπτομαι άλλες περιοχές και με ρωτάνε από πού τους ήρθα για βόλτα, απαντώ περήφανα «Απ’ τη Σαλονική!» Τότε ξεκινάνε τα βλέμματα γεμάτα αναμνήσεις και νοσταλγία. Καταλαβαίνεις αμέσως λοιπόν ότι είχαν έναν έρωτα από ‘κει.
Όλοι σχεδόν έχουν ζήσει έναν έρωτα στην πόλη αυτή. Όλοι είχαν μία μικρή περιπέτεια στη Θεσσαλονίκη. Μια καψούρα ιδιαίτερη, που τη θυμούνται για χρόνια και μετά από χρόνια. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να μην έχουν, αφού με το που πατάει κάποιος το πόδι του στην πόλη νιώθει τη μυρωδιά του έρωτα να πλανάται στον αέρα.
Είναι τα χρώματα θες, είναι ο αέρας, είναι οι άνθρωποι; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω με σιγουριά. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να περιγράψω αυτό που βλέπουν τα μάτια και να σ’ αφήσω να διαλέξεις, αν είναι ή όχι η πιο ερωτική πόλη.
Εποχή καλοκαιριού κι είναι όλοι έξω, στους δρόμους της, στα στενά της, στην παραλία της, στην Άνω Πόλη, στον Προφήτη Ηλία, στα κάστρα, στο Σεϊχ–Σου. Όλες τις ώρες της ημέρας, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ, καμία ώρα δεν είναι ίδια στην καρδιά της.
Καμία ώρα δε σε περιορίζει απ’ το να περπατήσεις στην παραλία, με τον καφέ σου, να μυρίσεις τον αέρα της, ν’ απολαύσεις το γλυκό και τρυφερό αεράκι της, να ξεμείνεις μέχρι το απόγευμα και να καθίσεις στο λιμάνι της, μ’ ένα βιβλίο, με το άλλο σου μισό, με τον κολλητό σου ή το παρεάκι σου.
Και να χαμογελάς. Χωρίς ουσία και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Απλώς, επειδή υπάρχει δίπλα σου η μαγεία της. Απ’ τις πιο όμορφες στιγμές της, όμως, είναι λίγο πριν δύσει ο ήλιος και λίγο πριν ανατείλει.
Εκείνες τις ώρες, βλέπεις τα ζευγάρια να περπατάνε στο δρόμο που οδηγεί στην Άνω Πόλη και στα κάστρα, πιασμένα χέρι-χέρι. Να χαμογελάνε, να παίζουν μπουγέλο στη μέση του πουθενά, ν’ ανοίγουν κουτάκια μπίρας και να σκουντάνε ο ένας τον άλλον στο πλακόστρωτο δρομάκι της Πορτάρας.
Να περνάνε τις καμάρες για να καταλήξουν στο πιο ψηλό σημείο απ’ τα κάστρα, που έχει τα παγκάκια τοποθετημένα σε τέλεια απόσταση το ένα απ’ το άλλο, λες κι ο αρχιτέκτονας ήξερε ότι εκείνο θα γίνει το στέκι των ερωτευμένων, κι ήθελε να δώσει αποστάσεις αναπνοής απ’ το ένα ζευγάρι, στο άλλο.
Σ’ εκείνο το σημείο, κάθεσαι και βλέπεις όλη την πόλη πιάτο και τα χρώματα παίζουν σε διαφορετικούς τόνους κάθε βράδυ, σαν ντίσκο μπάλα σε 80’s club. Μόνο που εκεί, δε σε νοιάζει πόσο θα πιεις για να μεθύσεις, μεθάς απ’ την αγκαλιά του ανθρώπου σου. Μεθάς απ’ τα βλέμματα και τις κουβέντες σας.
Τα ίδια, ίσως και περισσότερα, βλέπεις στο παραλιακό τμήμα της. Στην παραλία νοσταλγείς μια ατέλειωτη αμμουδιά, που λόγω οικονομικών ή επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπορείς να επισκεφθείς. Μπορείς να ξαπλώσεις στο ξύλινο πάτωμα, που έχουν φτιάξει στη μεριά του Θερμαϊκού, που αν και τα πρωινά μυρίζει ανυπόφορα, τα βράδια αυτή η μυρωδιά φεύγει μακριά. Λες κι η φύση καταλαβαίνει, πως η ατμόσφαιρα πρέπει να ευωδιάζει μόνο έρωτα.
Βλέπεις ζευγάρια καθισμένα στα πεζούλια και στα σκαλάκια, που αγναντεύουν προς τη μεριά της θάλασσας, κι ενώ -μεταξύ μας-, Κατερίνη και Περαία βλέπουν, κοιτάζουν εκείνα τα μέρη λες και βλέπουν κάτι διαφορετικό, κάτι καινούριο κι απερίγραπτο. Ίσως και να είναι γι’ αυτούς τελικά αφού μ’ άλλα μάτια κοιτάζουν τώρα. Αφού είναι μαζί με το άλλο τους μισό, πώς γίνεται να μην είναι διαφορετικά;
Και το χειμώνα; Το χειμώνα η Θεσσαλονίκη είναι ότι πρέπει για ερωτευμένους. Είναι φτιαγμένη για εκείνα τα ζευγάρια που θέλουν να κάθονται σπίτι, να χουχουλιάζουν και να μιλάνε ατελείωτες ώρες για όλα εκείνα που τους προβληματίζουν. Είναι για εκείνα τα ζευγάρια, που ψάχνουν μικρά κουτούκια να στεγάσουν τον παράνομο ή νόμιμο ερωτά τους. Κι έχει και μπόλικα απ’ αυτά.
Στη μεριά της Καμάρας, πίσω απ’ τη Ροτόντα, στα Λαδάδικα, στη Βασιλίσσης Όλγας, πίσω απ’ το Τουρκικό Προξενείο, παντού υπάρχουν αρκεί να ψάξεις. Ταβερνάκια μικρά, με ξύλινη διακόσμηση και παλιές σόμπες, εκείνες που θυμίζουν χωριό και μυρίζουν γνήσιο, καμένο ξύλο. Τα ταβερνάκια παίζουν τη μουσική εκείνη, που όταν την ακούς κι είσαι ερωτευμένος, αγαπάς όλο τον κόσμο κι όταν χωρίζεις αρχίζεις να κλαις χωρίς λόγο.
Και τα πρωινά σου το χειμώνα είναι ιδιαίτερα όμως, γιατί ενώ πιστεύεις ότι δε θα έχεις όρεξη να βγεις απ’ το σπίτι καθώς έχει κρύο κι υγρασία, σε ξεγελά ο ήλιος και το μόνο που χρειάζεσαι, είναι να πας για ένα καφέ στην παραλιακή, να σε χτυπά ο ήλιος στο πρόσωπο, ν’ αγναντεύεις τη θάλασσα.
Αν είσαι απ’ τους θαρραλέους και λάτρεις του κρύου, μπορείς να κάνεις μια βόλτα στο κέντρο της πόλης με σπαστό καφέ στο χέρι και γρήγορο περπάτημα παρακαλώντας να περάσουν γρήγορα οι μήνες μέχρι το καλοκαίρι, για να ξεκινήσεις απ’ την αρχή.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου