«Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Όποιος το ‘πε αυτό, η μόνη δουλειά που έκανε ήταν αυτή του πελάτη. Κι ο εργαζόμενος θέλει πάντα σεβασμό. Του τον δίνει κανένας ή όχι; Τα αποτελέσματα είναι αρνητικά στο συγκεκριμένο γκάλοπ.
Όποιον εργαζόμενο κι αν ρωτήσεις, θα σου πει πως είναι ελάχιστοι οι πελάτες που τον σέβονται. Είναι λες και νιώθουν πως έχουν εξουσία και την ασκούν πάνω σου, γιατί «σε πληρώνω αδρά φιλαράκι, θα κάνεις ότι σου λέω εγώ». Άσε μας κουκλίτσα μου.
Δε φτάνει που οι μισθοί έχουν φτάσει στα τάρταρα, έχει κι εσένα να του λες: «Θέλω έναν καφέ, λίγο χτυπημένο, με πολύ αφρό, τρεις κόκκους ζάχαρης, τρεισίμιση παγάκια κι ένα γαλακτομπούρεκο στο καπάκι, έτσι για το σβήσιμο». Βρε πας καθόλου καλά; Πως θα μετρήσει τρεις κόκκους ζάχαρης; Άντε για τα παγάκια, να κάνω το κολάν μου παντελόνι, αλλά τους κόκκους; Εσύ στο σπίτι σου, κάθεσαι και τους μετράς έναν-έναν;
Και σα να μην έφτανε αυτό, αφού βάλει τα δυνατά του ο εργαζόμενος – που κακομεταχειρίζεται λεκτικά από διάφορους κομπλεξικούς- να φέρει εις πέρας την πιο παρανοϊκή σου απαίτηση, όταν σου σερβίρει τον καφέ με τους τρεις κόκκους ζάχαρης, ούτε ένα ευχαριστώ δε λες. Να μη μιλήσω για το πουρμπουάρ-τσιγκούνη- που και δέκα λεπτά ρέστα να ‘χεις να πάρεις, τα περιμένεις λες και θα σου επιστρέψει 1 εκατομμύριο.
Άσε τους σερβιτόρους και πάμε στις πωλήτριες. Μπαίνεις μέσα στο μαγαζί, σε βλέπει η χαμογελαστή πωλήτρια, σε ρωτάει πώς θα μπορούσε να σ’ εξυπηρετήσει κι εκεί που έχει κατεβάσει όλα τα μπλουζάκια από το ράφι, σ’ ό,τι απόχρωση μπορεί να φανταστεί ο νους, εσύ ζητάς εκείνο το μπρορντοροδοκόκκινο που ‘χει στη διπλανή βιτρίνα. Ε, πήγαινε να το πάρεις απ’ το δίπλα μαγαζί. Εκείνη η έρμη τι να κάνει; Να το γεννήσει;
Είπαμε μπορντοροδοκόκκινο, ας μη πιάσουμε τις κομμώτριες και τις αισθητικούς, που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισαν ν’ αγαπήσουν τη μόδα και την ομορφιά και να ‘χουν εσένα να τους ζητάς να σου βάψουν το μαλλί σαντρέ από φυσικό κατράμι και να σου κάνουν πάνω στα νύχια την Άριελ σε μικρογραφία. Τρίχες και νύχια φτιάχνουν τα κορίτσια, δεν είναι ο Κόπερφιλντ.
Απ’ τους πιο εκνευριστικούς πελάτες, όμως, είναι ο παραπονάκιας. Αυτός που μπαίνει στο μαγαζί σου ή εκεί που δουλεύεις και ξεκινάει το παράπονο. «Μισή ώρα περιμένω. Δε θα με εξυπηρετήσετε;». Με το ζόρι να ‘χουν περάσει τρία δεύτερα από την ώρα που μπήκε μέσα στο μαγαζί. Άσε μας κουκλίτσα μου επί δύο. Τι να πρωτοκάνει πια αυτός ο εργαζόμενος; Δε βούτηξε στο Θερμαϊκό μια μέρα μεθυσμένος, για να ‘χει τέσσερα πόδια και τέσσερα χέρια. Δύο και δύο έχει, όπως του τα χάρισε η φύση.
Και ποια φύση δηλαδή βρε πελατάκι μου, που κι αυτήν να την αλλάξεις θέλεις. Είναι δυνατόν να ζητάς από έναν φωτογράφο να σου βάλει δυο σπίτια και δέκα πισίνες, σε μια φωτογραφία που κάθεται η γυναίκα σου με την κόρη σου αγκαλιά στην πολυθρόνα; Πάλι τον Κόπερφιλντ θα επικαλεστώ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια κι όπως όλοι ξέρουμε, δεν είμαστε μάγοι οι άνθρωποι.
Το να σέβεσαι την εργασία και τον κόπο του συνανθρώπου σου είναι δείγμα παιδείας και κατανόησης. Γι’ αυτό «πελάτη που έχεις πάντα δίκιο» σε προκαλούμε όλοι εμείς οι εργαζόμενοι που έχουμε άδικο, να ‘ρθεις να μας δείξεις πώς γίνεται, γιατί εμείς θυμόμαστε και τους ελάχιστους πελάτες που ‘χουν πάντα σεβασμό στη δουλειά μας και στον κόπο μας.
Επιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Ιωάννα Κακούρη