Ήτανε λίγο πριν το καλοκαίρι όταν συναντηθήκαμε. Ένα ερείπιο ήσουν κι εγώ η μόνη σου ελπίδα. Και βούτηξα τόσο πολύ μέσα σε αυτήν την άβυσσο που με ρούφαγε, αλλά δεν άνοιγα τα μάτια μου να δω ό,τι ερχόταν με βία να χτυπήσει και να ταράξει τις ημέρες μου.

Εσύ μου το είπες από την αρχή. Εγώ δεν άκουγα. Βασιζόμουνα στα ένστικτά μου η ηλίθια και στην πεποίθηση ότι αυτό που έβλεπα ήταν κάτι άλλο από αυτό που μου έδειχνες. Ανόητη.

Βρισκόμασταν καθημερινά. Μετά τη δουλειά μας, μετά από την έξοδο με τις τότε σχέσεις μας και μιλούσαμε για τα ψυχολογικά μας λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Σε κάτι παγκάκια αφήναμε το βάρος μας και γυρνούσαμε στο σπίτι μας ξεχωριστά, πιο ανάλαφροι απ’ ό,τι πηγαίναμε.

Έτσι ξεκινήσαμε να ερωτευόμαστε. Εγώ θαύμαζα το χιούμορ σου και την ανεμελιά σου κι εσύ την αθωότητα και τον τσαμπουκά μου.

Τα βράδια μας είχαν πάντα συντροφιά ένα μπουκάλι μπίρας και όταν φεύγαμε το πρωί, μαζί με τα κομμάτια μας, μαζεύαμε και μια κάσα μπίρες. Δε το καταλαβαίναμε τι κάναμε ή μάλλον εγώ δε το καταλάβαινα γιατί εσύ ήξερες πολύ καλά τι έκανες και τι είσαι. Ένας άνθρωπος με αρκετά ψυχολογικά που τα κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι του και τα κατάπινε σε κάθε γουλιά αλκοόλ. Εγώ από την άλλη μικρότερη από εσένα και στην ηλικία αλλά και στην κατανάλωση, έπεφτα εύκολα δίπλα σου και βυθιζόμουν στο τέλμα σου. Ξεκίνησα να κάνω τα προβλήματά σου δικά μου, να πίνω τα βράδια μαζί σου, να γεμίζω τον εαυτό μου με ψεύτικες εικόνες και συναισθήματα και κανένας δεν μου έλεγε ότι οδεύω προς τη καταστροφή.

Ξαφνικά, ένα βράδυ που τα πάντα γύρω μου κοιμόντουσαν, με ξύπνησες εσύ με τον πιο άγριο τρόπο. Μου είπες μέσα στη νύχτα μεθυσμένος, πως θέλεις να πάμε στο εξοχικό σου για να ξυπνήσουμε μακριά από όλους κι από όλα. Να μη μας νοιάζει κανείς και τίποτα και να χαθούμε δυο μέρες μαζί για να δούμε που πάει όλο αυτό που ξεκίνησε δίπλα από ένα παγκάκι και μια μπίρα. Πείστηκα η χαζή ότι εννοούσες κάθε λέξη. Λίγο η ζαλάδα, λίγο ότι σε είχα ερωτευτεί πραγματικά -έτσι νόμιζα τουλάχιστον- μπήκα στο αμάξι δίπλα σου και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας.

Δε κατάλαβα και πολλά. Πότε φτάσαμε, πότε ξαπλώσαμε στο κρεβάτι, πότε γύρισες να με φιλήσεις, πότε κάναμε έρωτα και πότε μας πήρε ο ύπνος. Τίποτα. Ανήσυχο ύπνο έκανες εκείνο το βράδυ, αλλά το χειρότερο ήταν το πρωινό ξύπνημα. Πετάχτηκες απότομα από δίπλα μου λες και σε χτύπησε ρεύμα, με ένα άγχος και έναν τρόμο στο βλέμμα σου που όμοιο δεν έχω ξαναδεί. Με κοίταξες έντρομος σαν να με έβλεπες για πρώτη φορά. «Εγώ είμαι» σου είπα. Και σαν να ηρέμησες λίγο. Κάθισες για πέντε λεπτά στην άκρη του κρεβατιού και ψιθύρισες: «Θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί χθες το βράδυ. Το ξέρεις;» Δεν απάντησα ποτέ. Δεν ήξερα τι έπρεπε να σου απαντήσω. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα από το σπίτι.

Έκατσα στο γρασίδι του σπιτιού σου, ενώ περίμενα εσένα να συνέλθεις, με ένα τσιγάρο να μου κάνει παρέα. Η καρδιά χτυπούσε όπως τα beat των Wu-Tang Clan και η αναπνοή μου «ρόλαρε» όπως ο Method Man σε freestyle.

«Τι κάνω με αυτόν τον άνθρωπο;» αναρωτήθηκα και αντί να ξεμπερδέψω τις σκέψεις μου, περισσότερο μπερδεύτηκαν. Δυο λεπτά δεν πέρασαν και ξεπρόβαλες στο κατώφλι της πόρτας με κατεβασμένα μούτρα. Πρώτη φορά είδα το βλέμμα σου τόσο άδειο, τόσο εκνευρισμένο.

Εκεί ακριβώς «ξύπνησα». Κανένα πρωινό δεν ήσουν ο ευδιάθετος άνθρωπος που ήσουν τα βράδια. Κανένα πρωινό δε γελούσες όπως γελούσες τα βράδια. Δε με κοιτούσες το ίδιο, δε με φιλούσες το ίδιο, δε με αγκάλιαζες το ίδιο, δε μου μιλούσες το ίδιο, όπως τα βράδια. Ή όπως αποδείχτηκε στη πορεία, όπως όταν έπινες οτιδήποτε αλκοολούχο.

Αυτό που ερωτεύτηκα τελικά ήσουν εσύ υπό την επήρεια αλκοόλ. Και το κατάλαβα εκείνο το πρωινό. Ξαφνικά σκάσανε στα μούτρα μου όλες μας οι στιγμές και καμία σχεδόν από αυτές δεν ήταν χωρίς αλκοόλ. Για να μιλήσεις, έπινες αλκοόλ. Για να με φιλήσεις, έπινες αλκοόλ. Για να με ακούσεις, έπινες αλκοόλ. Δε γνώρισα εσένα χωρίς το αλκοόλ.

Κάπου εκεί, εγώ σταμάτησα να μοιράζομαι το ποτήρι σου. Και κάπου εκεί, εσύ γύρισες και μου είπες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου. Για να μη με χάσεις. Γιατί γίνεται χειριστικός ο εθισμένος και διώχνει οποιονδήποτε δεν έχει τις ίδιες γεύσεις μαζί του. Δε σε πίστεψα όταν μου ανέφερες τον έρωτα. «Πως γίνεται να νιώθεις πράγματα για κάποιο άλλο ανθρώπινο όν όταν εσύ ο ίδιος δεν αγαπάς τον εαυτό σου, αφού αντί να τον προστατεύεις τον βυθίζεις περισσότερο στο σκοτάδι;» σκέφτηκα.

Πάλεψα μέχρι εκείνη τη στιγμή για εσένα. Και για λίγο καιρό αργότερα, ακόμη ένιωθα μέσα μου σαν ένστικτο ότι αυτό που ζήσαμε και είχαμε ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Όμως τι αλήθεια μπορεί να κρύβει ένα συναίσθημα που δημιουργείται μέσω τοξινών και αλκοόλ; Σου απαντάω με σιγουριά: «Καμία απολύτως».

 

Επιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Λάμδα Βήτα