Υπάρχουν μέρες που είναι όλα όμορφα. Εκείνες τις μέρες που δε σε σκέφτομαι. Εκείνες τις μέρες που το μυαλό μου είναι τόσο γεμάτο απ’ όλα τα υπόλοιπα, που εσύ μοιάζεις μ’ έναν κόκκο άμμου σε μια τεράστια παραλία.
Είναι όμως κι εκείνες οι άτιμες μέρες, που χτυπάς στο μυαλό μου σαν ήχος καμπάνας ξημερώματα Κυριακής. Μέρες που όταν σε σκέφτομαι, δε θέλω να υπάρχει άλλος ήχος μέσα στο κεφάλι μου εκτός από τη φωνή σου. Εκεί κάπου μέσα στην ησυχία μου έρχεσαι να ταράξεις τις σκέψεις μου και να μη θέλω ούτε ζάπινγκ στην τηλεόραση να κάνω, γιατί δε θέλω ν’ ακούω άλλες φωνές, παρά μόνο τη δική σου.
Ωστόσο είναι και μια συγκεκριμένη μέρα, που μου λείπεις περισσότερο απ’ όλες τις υπόλοιπες. Η μέρα που έχεις γενέθλια. Η μέρα που όλοι μας οι γνωστοί και φίλοι σου λένε χρόνια πολλά. Κι εγώ; Εγώ έχω χάσει αυτό το δικαίωμα εδώ και καιρό.
Έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια. Δε θυμάμαι πια. Έχω σταματήσει να μετράω. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος μετράει από μόνος του όλα όσα δεν ήθελα να μετράω εγώ. Έχει μπει στον αυτόματο πιλότο, καθώς έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε.
Όμως αυτήν την ημέρα ρε γαμώτο δεν την ξεχνάω. Ακόμη και μετά από τόσο καιρό. Ήταν η μέρα μας. Ποτέ δεν την προγραμματίζαμε, αλλά πάντοτε την περνούσαμε μαζί. Θυμάσαι που σου ‘παιρνα το αγαπημένο σου γλυκό κι έβαζα επάνω ένα σπίρτο αντί για κεράκι; Εγώ θυμάμαι. Έτρωγες τα πάντα από γλυκά, αλλά είχες και το αγαπημένο σου. Εκείνο διάλεγα και σου ‘βαζα επάνω ένα σπίρτο, το άναβα και σου ‘λεγα δυνατά μέσα στη νύχτα: «Κάνε μια ευχή και φύσα μ’ όλη σου τη δύναμη για να τη σκορπίσεις στο σύμπαν και να σου τη φέρει πίσω.»
Το πρωί σηκωνόμουν από το κρεβάτι μας δειλά-δειλά για να μη σε ξυπνήσω κι έβγαινα έξω να αγοράσω το αγαπημένο σου πρωινό. Αν και δεν ήσουν απαιτητικός ως άνθρωπος στις πρωινές σου γεύσεις, εγώ ήθελα να σου το σερβίρω με τον πιο όμορφο τρόπο. Ήθελα πάντα η ημέρα των γενεθλίων σου να είναι μοναδική. Να νιώθεις σαν να ανήκεις στην αφρόκρεμα.
Γυρνούσα στο κρεβάτι μας, σ’ αγκάλιαζα και σου ψιθύριζα στοργικά: «Καλημέρα αγάπη μου. Χρόνια καλά. Χρόνια γεμάτα δυνατά συναισθήματα και του χρόνου πάλι εδώ. Μαζί. Αγκαλιά».
Ύστερα γέμιζα τη μέρα μας μ’ όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα να σκεφτώ να κάνουμε που ήξερα ότι σου αρέσουν, ήξερα ότι μπορούσες να τα κάνεις μαζί μου μόνο και φρόντιζα να μη μας διακόψει κανείς. Κλείναμε τα κινητά μας και περνούσαμε την ημέρα μας παρέα. Και πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να μην την περάσουμε παρέα, αφού ήσουν ο καλύτερός μου φίλος; Χασκογελούσαμε λες κι είχαμε πιει 10 ποτά και φιλιόμασταν σε κάθε βήμα που κάναμε. Είτε μέσα στο σπίτι, είτε στις σκάλες της πολυκατοικίας, είτε στο δρόμο, είτε οπουδήποτε. Κάθε μία ώρα σου έλεγα: « Ξέχασα να σου πω. Να σε χαίρομαι». Και εσύ κάθε φορά, γυρνούσες με κοιτούσες, και χαμογελαστά μου απαντούσες: «Nα μας χαιρόμαστε».
Μοναδική ημέρα η ημέρα των γενεθλίων σου. Γιόρταζα τη γέννησή σου λες και γεννιόμουν εγώ εκείνη την ημέρα. Που ίσως κι αλήθεια να ‘ναι, γιατί έκτοτε νιώθω άλλος άνθρωπος. Όσο με άδειασες, άλλο τόσο με γέμισες από την ημέρα που σε γνώρισα μέχρι και σήμερα που δε μιλάμε πια. Μέχρι και σήμερα που έχουμε βρεθεί στο ίδιο μαγαζί και κάνεις ότι δεν υπάρχω. Κάποιες φορές κουνάς το κεφάλι σου για να μου δείξεις ότι με είδες και κάποιες φορές με αγνοείς επιδεικτικά. Έτσι είναι όμως. «Θυμάσαι πάντα αυτόν που σ’ έκανε να κλάψεις. Αυτόν που σ’ έκανε να γελάσεις τον ξεχνάς.»
Ξέρεις, μπορεί να ‘χω χάσει το δικαίωμα να σου λέω δυνατά και face to face τα χρόνια μου πολλά παύλα καλά, αλλά ακόμη σου ψιθυρίζω τα ίδια λόγια. Μόλις πάει δώδεκα και ένα σου στέλνω τις ευχές μου. Μόλις ξυπνήσω το πρωί, το ίδιο. Λες και φοβάμαι πως δε μ’ άκουσες την πρώτη φορά και θέλεις κι επανάληψη για να με νιώσεις.
Μπορεί λοιπόν, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου να μοιάζεις με κόκκο άμμου, την ημέρα όμως των γενεθλίων σου όμως, είσαι ολόκληρη η αμμουδιά.
Επιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Ιωάννα Κακούρη