Λέξεις και φράσεις έρχονταν πάντα στα ξαφνικά στο μυαλό μου, σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Φώναζαν μέχρι να αποτυπωθούν σε ένα χαρτί. Για όλους έγραφα. Για εκείνους που με αγάπησαν και για εκείνους που με έβλαψαν. Για τις μικρές και τις μεγάλες λεπτομέρειες που μου προσέφεραν. Για τις προσδοκίες που είχα και τις αδυναμίες τους. Για τις στιγμές και τα χαρακτηριστικά τους, που τους έκαναν ξεχωριστούς στα μάτια μου. Έγραψα γι’ αυτά που μου έδωσαν όσο έμεναν και για εκείνα που μου έμαθαν φεύγοντας. Για εκείνα που με πλήγωσαν και με πληγώνουν ακόμη. Αλλά και για εκείνα που έκαναν τις μέρες μου καλύτερες.
Μονάχα για σένα δεν μπορώ να γράψω λέξη πια. Τόσο πολύτιμα μου φαίνονται αυτά που έζησα μαζί σου που θέλω να τα κρατήσω μόνο για μένα. Τόσο περίπλοκα τα πράγματα μαζί σου που δεν αποτυπώνονται σε λέξεις. Δεν μπορούν να γραφτούν σε ένα κείμενο. Γράφτηκαν μονάχα στο μυαλό μου και δεν έχουν φωνή να βγουν προς τα έξω. Σαν να μην ξέρουν τι λέξεις να βρουν για να περιγράψουν εσένα κι εμάς.
Δε θέλω κανένας να τα ξέρει, κανένας να τα διαβάσει. Ποιος θα καταλάβει και τι ξέρουν αυτοί να μας πουν; Τα θέλω να είναι ολόδικά μας. Προστατευμένα σε ένα συρτάρι του μυαλού μας. Αυτό που φτιάξαμε εγώ κι εσύ και τα φυλάμε εκεί να μη μας τα κλέψει κανείς. Τις αναμνήσεις μας καλά κλειδωμένες μέχρι να ξαναέχουμε την ευκαιρία να προσθέσουμε κι άλλες. Μέχρι να πάρουν υπόσταση και πάλι οι σκέψεις και τα σενάρια που έπλασα μέχρι να σε συναντήσω ξανά.
Δύσκολο να περιγράψω τι ήταν αυτό το «δικό μας». Πώς να το χωρέσω σε λέξεις και πώς να εξηγήσω με φράσεις κάτι που εξηγείται περισσότερο με συναισθήματα; Εγώ, λοιπόν, που γράφω για όλους και για όλα. Που οι λέξεις κατεβαίνουν εύκολα στο κεφάλι μου και που βγαίνουν αβίαστα από μέσα μου. Εγώ, δεν μπορώ να γράψω για σένα. Δεν μπορώ και δε θέλω. Γιατί αυτό το κομμάτι δε θέλω να μου το πειράξει κανείς. Σαν επτασφράγιστο μυστικό, που προστατεύει τα πολύτιμα αγαθά.
Δε θέλω κανένας να ξέρει τι κάνεις και τι λες όταν αγχώνεσαι. Πόσο σκληρά προσπαθείς να μη δείξεις πως είσαι στεναχωρημένος. Δε θέλω κανένας να ξέρει τις συνήθειές σου κι εκείνα τα μικρά, που με έκαναν να σε ξεχωρίσω. Φοβάμαι, βλέπεις, πως αν κάποιος σε δει με τη δική μου μάτια θα σε αγαπήσει όσο εγώ. Και δεν το θέλω. Θέλω να σε ξέρω μονάχα εγώ με αυτό τον τρόπο. Να μη δει κανένας άλλος αυτό που είδα εγώ σε σένα κι ερωτεύτηκα τόσο πολύ. Να μην καταφέρει κανένας άλλος να σε διαβάσει με αυτόν τον τρόπο. Ίσως έτσι να έχω ακόμα ελπίδα μαζί σου.
Κοίτα με που δηλώνω πως δε γράφω για σένα και πάλι εκεί καταλήγει η σκέψη κι η γραφή μου. Κι αν δε θέλω να γράφω για σένα είναι γιατί εσύ, να ξέρεις, έγραψες μέσα μου με τρόπο διαφορετικό απ’ τους άλλους κι αυτό είναι πιο σπουδαίο από όλα τα κείμενα που θα διαβάσεις ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη