Δεν αρέσει η κατηγοριοποίηση σε εμάς του ανθρώπους. Κάθε φορά που μας βάζουν μέσα σε κουτάκια, όχι μόνο δε νιώθουμε ξεχωριστοί, τουναντίον, νιώθουμε λες και μας αποκόβουν ένα κομμάτι μοναδικότητας. Όσο όμως και να σιχαινόμαστε να είμαστε τα θύματα της κατάστασης, λατρεύουμε να είμαστε θύτες, αφού εμείς οι ίδιοι κάνουμε αυτό το είδος διαλογής, ιδιαίτερα με όσους πέρασαν σχεδόν ανεξίτηλοι απ’ τη ζωή μας.
Χρησιμοποιώντας αυτή την άθλια -αλλά ανθρώπινη ικανότητά μας- να τους χαρακτηρίζουμε όλους προσπαθώ να καταλάβω τους ανθρώπους «φαντάσματα» στη ζωή μας, άλλα μάταια. Είναι πλάσματα περίεργα αυτά, δεν τα πιάνεις πουθενά. Δεν υπάρχει κάτι χαρακτηριστικό να μπορέσεις να τους καταλάβεις απ’ την αρχή για να τους αποφύγεις. Στο τέλος χτυπάνε κι αντιλαμβάνεσαι το ποιόν τους. Που, στην αλήθεια, γι’ αυτούς δεν είναι ποτέ τέλος γιατί πάντα γυρνάνε πίσω, με την πιο μικρή ευκαιρία.
Μα, είναι τόσο αστείοι οι πισωγυρνάδες μέσα στη δειλία τους! Γιατί σαφώς μιλάμε για ανθρώπους μικροπρεπείς, δειλούς, ανάξιους και χωρίς ταυτότητα. Κι ενώ τους στήνουμε στον τοίχο με την κατηγοριοποίηση, τελικά τους κάνουμε και χάρη που τους προδίδουμε ένα χαρακτηριστικό, μπας και καταλάβουν κι αυτοί ποιοι είναι και τι θέλουν.
Είναι όλοι εκείνοι που έρχονται στη ζωή μας ξανά και ξανά, ενώ έχουν φύγει ή τους έχουμε διώξει τόσες φορές. Εκείνοι που παίρνουν τηλέφωνο και στέλνουν μηνύματα, δήθεν μετανιωμένοι, γιατί φοβούνται να μείνουν με άδεια αγκαλιά για πολύ. Είναι τα φαντάσματα που δε σε αφήνουν σε ησυχία όσο και να έχεις προχωρήσει, γιατί το να ενοχλούν είναι η αυθεντία τους. Είναι οι σκιές που δε φοβούνται να κοιτάξουν το παρελθόν και γυρνάνε επανειλημμένα πίσω, χωρίς να έχουν λόγο να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω από σένα.
Αυτοί, λοιπόν, είναι χαμένα κορμιά του δήθεν έρωτα που νομίζουν πως ζουν εκ νέου κάθε φορά που επιστρέφουν. Έχουν μουσαντένια αισθήματα που παύουν λίγο μετά την ανάφλεξή τους. Και τους πισωγυρνάδες δεν τους εκτίμησε ποτέ κανείς, όσες φορές κι ας τους άνοιξε την πόρτα να μπουν πάλι μέσα. Διότι είναι άνθρωποι με πολύ θράσος, αλλά με μηδαμινό θάρρος κι αξιοπρέπεια. Ούτε ο χρόνος δεν κατάφερε να τους γιατρέψει, φαντάσου! Ακόμα κρατάνε μέσα τους υπολείμματα αγάπης για να στα προσφέρουν όταν ξανάρθουν.
Κι όταν επιστρέψουν, θα ‘ναι πάλι για λίγο. Γιατί κι οι δυο το έχετε ξαναδεί το έργο και ξέρετε το τέλος, οπότε βαριέστε ακόμη μια προβολή. Μόνο που ο ένας απ’ τους δυο έχει βγάλει διαρκείας. Και θα έρθει ακόμη μια νύχτα να παρακαλέσει επειδή θεωρεί ό,τι βρίσκεται πίσω σίγουρο. Δε θα έχει πού να πάει, δε θα τον χωράει ο τόπος που είναι μόνος και θα γυρίσει πάλι στον τόπο του εγκλήματος, να σε σκοτώσει άλλη μια φορά και να φύγει.
Δεν έχει αγκαλιά αυτός ο άνθρωπος κι ούτε πρόκειται να βρει. Δεν ξέρει τι θέλει κι από ποιον, ούτε καν απ’ τον εαυτό του. Θέλει ίσως τα πάντα απ’ τους πάντες γι’ αυτό στο τέλος βρίσκει όλες τις πόρτες κλειστές. Πάντως στα σίγουρα φοβάται. Φοβάται τη νέα αρχή, τη δέσμευση, τον πόνο. Έτσι, πάει κι έρχεται. Φεύγει όταν δένεται πάλι και γυρνάει τα βράδια που τρέμει το διπλό, άδειο κρεβάτι.
Εσύ όμως φίλιωσες με τον χρόνο και την απουσία και δε θες άλλο ένα replay. Και θυμώνεις όταν βλέπεις το όνομα στις κλήσεις, στα μηνύματα. Δεν υπάρχει όμως χώρο για λύπηση για κάποιον που δεν ανήκει πουθενά κι είναι φτερό στον άνεμο. Εσύ κλείσε την πόρτα, άλλαξε κλειδαριά και προχώρα.
Γιατί όσο του επιτρέπεις να ξαναέρχεται, τόσο εκείνος θα το κάνει. Αλλά πρέπει να μάθει πως η ζωή δεν επιδέχεται πισωγυρίσματα κι επαναλήψεις. Είναι λες κι εκείνοι που γυρνάνε πίσω ξανά και ξανά ζουν μια ζωή κόβοντας και ράβοντας σκηνές επιφανειακού πάθους. Βασικά, αυτή είναι η ζωή τους, το πισωγύρισμα κι οι εφήμερες αγκαλιές. Αλλά εσύ αλλιώς έμαθες και τους προσπέρασες, επειδή η δική σου ζωή είναι καινούργιες αρχές και βήματα μπροστά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη