Αυτό που κάνει τις παρέες μας τόσο μοναδικές που δε θέλουμε να τις αλλάξουμε, είναι το γεγονός πως μέσα στο σύνολό τους κανένας δεν χάνει την ταυτότητά του και τα ξεχωριστά του χαρακτηριστικά. Κι έτσι φτιάχνεται ένα πολυφωνικό μωσαϊκό με δόσεις από πολλά στοιχεία, τόσο γερό, τόσο όμορφο.
Εκεί που η τρέλα χτυπάει κόκκινο συχνά, έρχεται κάποιος και επαναφέρει την απόλυτη τάξη και ηρεμία. Εκεί που όλα είναι βαρετά και μονότονα, έρχεται κάποιος άλλος και μας βάζει σε μια τρελή σύγχυση, σε μια εγρήγορση. Είναι πολλοί οι τρελοί, λίγοι όμως είναι εκείνοι που ξέρουν καλά πώς να φροντίσουν ένα σύνολο ανθρώπων, όχι από συμφέρον, αλλά επειδή πραγματικά νοιάζονται.
Η κάθε παρέα έχει ένα άτομο συνήθως το οποίο δε μοιάζει και πολύ με τα άλλα. Είναι εκείνος ο φίλος που θα βρίσκεται παρόν στα πάντα, να συνετίσει και να μαζέψει κόσμο. Είναι η «μαμά» της παρέας, το τυπάκι αυτό που του χρωστάμε χίλια ευχαριστώ για τα μεθύσια που μας γλίτωσε, τις νύχτες που έμεινε δίπλα μας να μας φροντίσει επειδή αρρωστήσαμε, τις ατελείωτες ώρες που έκατσε μαζί μας να μας βοηθήσει να μπαλώσουμε την κατεστραμμένη μας καρδιά.
Όπως η βιολογική μας μητέρα, μας νοιάζεται σαν άλλα παιδιά της κι είναι πάντα εκεί σε κάθε μας στραβή, σε κάθε μας ανάποδη. Η «μαμά» της παρέας είναι ο φίλος που είναι ίσως πιο ήσυχος από τους υπόλοιπους. Βρίσκεται εκεί σε κάθε έξοδο, ξέροντας πόσο θα πιει, ξέροντας πως μετά θα πρέπει κάποιον να γυρίσει ασφαλή στο σπίτι. Δεν είναι ξενέρωτος, δεν είναι βαρετός, απλά μάλλον από ένστικτο κι επιλογή έχει μετατραπεί από μόνος του στον ψυχολογικό βράχο της παρέας. Γνωρίζει καλά πως πρέπει πάντα κάποιος να είναι λίγο πιο σοβαρός και αυτό κάνει γιατί του πάει κιόλας. Είναι υπεύθυνος και το κάνει καλά.
Λείπει η μάνα μας κι εμείς στα ξένα σπουδάζουμε. Αρρωσταίνουμε, δεν έχουμε μάθει να προσέχουμε καλά-καλά μέχρι τώρα τον εαυτό μας. Κι ενώ οι υπόλοιποι δικοί μας γελάνε με τα χάλια μας, κάποια στιγμή θα σκάσει μύτη εκείνος ο φίλος που θα μείνει μαζί μας μέχρι να μας κάνει καλά. Θα μας φροντίσει, θα μας προσέξει, θα μείνει δίπλα μας να περιμένει πότε θα πέσει ο πυρετός. Δε θα τον νοιάζει τίποτ’ άλλο. Θα κάτσει πάνω απ’ το κεφάλι μας και θ’ αφήσει στην άκρη όλα τα δικά του. Κι ας καταλήξει κι εκείνος άρρωστος μετά.
Μεθάμε. Γινόμαστε σκατά, δε βλέπουμε τίποτα, γινόμαστε ρεζίλι. Βγαίνουμε έξω απ’ το μαγαζί και μας ψάχνουν. Πάλι η «μάνα» της παρέας θα τρέξει. Ο άνθρωπος εκείνος, που σπάνια μεθάει κι όταν το κάνει πάλι μόνη του θα τη βρει την άκρη να σώσει το τομάρι του και να πάει σπίτι. Γιατί και δύναμη έχει και τσαγανό και τσαμπουκά. Θα μας φέρει να φάμε, θα μας δώσει νερό να μην αφυδατωθούμε, θα μας πάει σπίτι του να κοιμηθούμε. Απλά για να ξέρει πως το πρωί θα ξυπνήσουμε κάπου ασφαλείς.
Κι έχουν κι ένα απίστευτο χάρισμα πέρα απ’ όλα τ’ άλλα οι «μανάδες» της κάθε παρέας. Ξέρουν πολύ καλά να γιατρεύουν καρδιές, γι αυτό τις αγαπάμε τόσο. Είναι λες κι έχουν μια πρωτόγνωρη ωριμότητα μέσα τους, μια κατάλληλη συμβουλή για κάθε πρόβλημα. Μας ξέρουν, ξέρουν τα ζόρια μας, ξέρουν τα σκαλώματά μας. Κι όταν η καρδιά μας πονέσει και γίνει κομμάτια θα κάτσει κάτω σαν άλλο παζλ και θα την κολλήσει πάλι. Κι αν ποτέ κάποιος μας πειράξει, θα βγάλει νύχια να μας υπερασπιστεί γιατί τα «μωρά» της, όσο και να την παιδεύουν, είναι πολύτιμα για εκείνο τον φίλο.
Κι αυτή η φιλία όμως είναι πολύτιμη για μας, όσο και να την κατηγορούμε καμιά φορά πως δεν γίνεται συμμέτοχη έντονα στις τρέλες. Χωρίς εκείνη οι τρελές αυτές ίσως και να μην έβαιναν καλώς. Και το πιο υπέροχο με τα πλάσματα αυτά είναι πως είναι ατόφιοι άνθρωποι με μπόλικη αγάπη μέσα τους. Χαίρονται με τις χαρές μας, λυπούνται με τις στραβές μας. Είναι πάντα εκεί, χωρίς καμιά αναστολή, καμιά ντροπή.
Είναι «μαμάδες» και προσέχουν μεγάλα μωρά μ’ επιτυχία και τους αξίζει ένα τεράστιο ευχαριστώ. Και αν ποτέ βρεθούν στα όριά τους και ξεφύγουν, σίγουρα θα είμαστε εμείς εκεί γι’ αυτές. Γιατί ό,τι και να κάνουμε, ποτέ δε θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε όλα όσα έχουν κάνει εκείνοι για μας.
Επιμέλεια κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Ελευθερία Παπασάββα.