Τα κιτρινωπά φώτα των κεντρικών δρόμων γίνονται πολύ πιο γλυκά μέσα στο κατακαλόκαιρο. Και δεν είναι τα όμορφα ηλιοβασιλέματα που τα κάνουν τέτοια, είναι η απουσία κόσμου που κάνει τη μεγάλη πόλη πιο προσιτή και πιο δική μας.
Οι μεγαλουπόλεις μοιάζουν με χάος, όχι γιατί είναι χτισμένες έτσι ώστε να καλύπτουν υπερβολικά πολλά στρέμματα και κάνεις να τις διασχίσεις ώρες ολόκληρες, αλλά γιατί έχουμε μαζευτεί τόσοι πολλοί σε αυτές, που ακόμη κι η ίδια η ατμόσφαιρα δυσκολεύεται να ανανεώσει τον αέρα της.
Και κάπου μέσα στον Αύγουστο που οι άδειες φουντώνουν, η πόλη αδειάζει. Κι εσύ την αντιμετωπίζεις σαν μια άλλη, τελείως διαφορετική. Οι δρόμοι είναι άδειοι, κίνηση δεν υπάρχει, η φασαρία επίσης αγνοείται. Και λεπτομέρειες σε κεντρικά σημεία που αγνοούσες περπατώντας μέσα στο πλήθος, γίνονται τώρα μικρές όμορφες πινελιές που λατρεύεις να παρατηρείς.
Το στέκι σου σε αυτή τη μεγαλούπολη, το ησυχαστήριό σου, γίνεται λίγο περισσότερο παράδεισος αφού το τραπέζι σου είναι σχεδόν πάντα ελεύθερο. Είναι απόλαυση η μεγάλη πόλη όταν είναι άδεια γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου για λίγο, εκείνον τον εαυτό που έχασες μέσα στη βαβούρα και τους τρελούς ρυθμούς της.
Άγχος μηδέν, πίεση ούτε λόγος κι η κάθε βόλτα όλο και πιο μαγική, χωρίς αυτή η μαγεία να εξαρτάται απ’ την ώρα, το μέρος, τη στιγμή. Ακόμη και στο μπαλκόνι να βγεις, καταλαβαίνεις πως η καρδιά της πόλης χτυπάει πιο μαλακά. Κι η μυρωδιά της γίνεται περισσότερο ανθρώπινη παρ’ όλο που σχεδόν όλοι την έχουν κάνει κι οι μόνοι άνθρωποι που την κατοικούν είσαι εσύ κι άλλοι λίγοι υπερτυχεροί που δεν κατάφεραν να φύγουν.
Και λέω υπερτυχεροί γιατί όντως έτσι είναι. Το να έχεις μια μεγαλούπολη όλη δική σου, όλη για την πάρτη σου, είναι λες και μπορείς να γλεντήσεις την πιο ερωτική γκόμενα. Νιώθεις τις μυρωδιές της, παρατηρείς τα χαρακτηριστικά της, παίρνεις ό,τι έχει να σου δώσει, τη χαϊδεύεις, την απολαμβάνεις ολόκληρη για σένα και τις επιθυμίες σου.
Τα πρωινά είναι αλλιώτικα. Είναι πιο φωτεινά, πιο ήρεμα, πιο νοσταλγικά. Τα βράδια επίσης. Γίνονται πιο όμορφα, πιο χαλαρά, πιο παρεΐστικα. Η πιο γαμάτη στιγμή όμως είναι το ξημέρωμα. Εκεί που κανείς και τίποτα δεν κινείται, εκεί που τα χρώματα εναλλάσσονται ανάμεσα σε μωβ και πορτοκαλί. Ξημερώματα σε άδειες μεγαλουπόλεις είναι σχεδόν βράδια αξημέρωτα γιατί από μέσα σου παρακαλάς να μην τελειώσουν. Γίνονται πιο ερωτικά, πιο ζωντανά από ποτέ.
Όσο περίεργο και να φαίνεται, η μεγαλούπολη είναι πιο ζωντανή όταν είναι άδεια παρά όταν είναι ασφυκτικά γεμάτη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί τότε η πόλη αναπνέει, τότε ζει. Τότε παίρνουν ζωή πάλι οι πλατείες, τα στενά και τα σοκάκια της, οι γειτονιές κι οι συνοικίες της. Τότε που λείπει ο περιττός ο κόσμος και το κάθε ένα ξεχωριστά διηγείται τη μοναδική του ιστορία μόνο με την εικόνα του.
Τα φαγητά γίνονται πιο νόστιμα, οι παρέες πιο ευχάριστες, η μοναξιά λιγότερο μελαγχολική, οι μυρωδιές πιο γλυκές, τα μέρη πιο προσιτά κι ο ελάχιστος κόσμος που απέμεινε πιο ευγενικός. Κι αυτό το συμβαίνει γιατί η μεγαλούπολη είναι άδεια και το καθετί βρίσκει για λίγο τη διαταραγμένη ταυτότητα που είχε χάσει.
Κι όταν ο κόσμος επιστρέψει κι η μεγαλούπολη γίνει πάλι χάος, κράτα σαν ανάμνηση εκείνες τις λίγες στιγμές ηρεμίας που την απόλαυσες. Μέχρι να έρθει πάλι μια τέτοια περίοδος, μέχρι η πόλη να ξαναγίνει δική σου, μέχρι η μεγαλούπολη των πολλών να γίνει το μεγάλο ησυχαστήριο του ενός, το δικό σου.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Πωλίνα Πανέρη