Το να γράφεις κρύβει μέσα του τεράστια ποσότητα ευθύνης. Δεν είναι παίξε-γέλασε οι γνώμες, να τις δημοσιεύσεις απλά για να τις δούνε κι άλλοι. Το παιχνίδι με τις λέξεις ενέχει κινδύνους τόσο ύπουλους, ικανούς ακόμη και να ακινητοποιήσουν δάχτυλα και γραφομηχανές παντός τύπου.
Γι’ αυτό να γράφεις τη μέρα, να γράφεις με το φως του ήλιου και το ζεστό σου καφέ δίπλα απ’ τις σημειώσεις σου. Να γράφεις λίγο μετά το πρωινό σου ξύπνημα με τη διαυγή σου σκέψη για οδηγό. Έχει άλλη χάρη το πρωινό, σου καθαρίζει το μυαλό από πάθη που εύκολα βγαίνουν στο χαρτί και το ποτίζουν μέχρι αηδίας.
Δεν έχει νόημα να γράφεις τα βράδια μετά από ντουμάνια και ποτά. Η μούσα της έμπνευσης δε βρίσκεται στην υπερβολή ούτε στην εξάρτηση. Κάτι τέτοιες νύχτες που το παρακάνουμε στα πάντα, το παρακάνουμε και με τα συναισθήματα. Και κάπως έτσι καταλήγουμε να ανοίγουμε υπολογιστές χαράματα κι αναθεματίζουμε ακόμη και καταστάσεις κι ανθρώπους που δε μας φταίνε σε τίποτα.
Δεν έχει νόημα να γράφεις πάντα πως είσαι το θύμα. Γιατί αυτό κάνουν τα στιλό και τα πληκτρολόγια τέτοιες ώρες. Σε κάνουν να πιστεύεις πως δε φταις εσύ σε τίποτα και πως η ευθύνη σου μέσα σε μια κατάσταση τελειώνει απ’ τη στιγμή που εθελοτυφλείς πιστεύοντας πως ήσουν απόλυτα σωστός.
Δεν έχει νόημα να γράφεις μόνο για πόνο και δάκρυα. Γιατί κάπως έτσι γράφεις μετά από ποτά και ξενύχτια. Ντουμανιάζεις μέσα σε ένα σπίτι 2 επί 3, βάζεις ακόμη δυο ποτά και κάθε λέξη που πληκτρολογείς σε ανατριχιάζει, σε αγκαλιάζει με πόνο. Και τα γραπτά σου καταλήγουν να μην είναι τίποτα άλλο πέρα από ένα χαζό μελόδραμα που μέχρι κι οι τοίχοι μπορούν να μαρτυρήσουν.
Γι’ αυτό οφείλεις να γράφεις τη μέρα. Χρωστάς στον εαυτό σου πάνω απ’ όλα να γράφεις σωστά, ως θύτης κι ως θύμα, να γνωρίζεις το σωστό και το λάθος. Η νηφαλιότητα στη γραφή φαίνεται κι εκτιμάται. Ακόμη και σε ένα μικρό ημερολόγιο να γράφεις, έστω για να τα ξαναδιαβάζεις εσύ και μόνο, γράψε πρωί. Θα δεις να βγαίνουν αβίαστα προτάσεις που τη νύχτα ούτε καν θα σου περνούσαν απ’ το μυαλό.
Γενικά ποτέ δε τα πήγαινα καλά με τη νύχτα. Δεν ξέρω αν τη μισώ αρκετά ή αν την αγαπώ τόσο γιατί μου ξυπνάει κάτι περίεργα συναισθήματα που δεν μπορώ να εξηγήσω. Γι’ αυτό και την έχω βγάλει έξω απ’ το πρόγραμμά μου. Καλύτερα να δω όλες τις όψεις του νομίσματος ένα πρωί παρά να γράψω μισές και κακογραμμένες ιδέες ένα βράδυ που χαράμισα τον εαυτό μου.
Όλα τα συναισθήματα που θες να βγάλεις γράφοντας, μαζί κι όλες οι αποχρώσεις τους, κρύβονται κάτω απ’ το φως της μέρας. Φτιάξε τον καφέ σου, βάλε την αγαπημένη σου μουσική και ξεκίνα. Και θα δεις, θα γράψεις πιο εύθυμα, θα γράψεις πιο αληθινά, θα γράφεις πιο ειλικρινά.
Τα βράδια των υπερβολών μας, μόνο για κάτι απωθημένα και για κάτι ανούσια ειδύλλια μπορούμε να γράφουμε, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Κι οι λέξεις δεν είναι για να τις χαραμίζεις και να τις σκορπίζεις σε πράγματα που δεν αξίζουν, γιατί μετά γυρίζουν πίσω μπούμερανγκ και καταλήγουν να πληγώνουν εσένα που τις γέννησες και τις έβαλες μέσα σε προτάσεις.
Οι λέξεις είναι σαν τους ανθρώπους. Τα πρωινά ξεπορτίζουν με όλη τη διάθεση της διαύγειας και το βράδυ τις πιάνει μια ανησυχία μέσα στο μυαλό και κάνουν το αδύνατο δυνατό για να βγουν. Αλλά εσύ μη τους το επιτρέπεις πια. Μην επιτρέπεις σε αυτά τα τερατάκια να σου καταστρέφουν την έμπνευση και να στη θολώνουν. Υπάρχουν τόσο όμορφα πράγματα να γράψεις πέρα από χαμένους έρωτες κι όνειρα.
Κι αυτά θα τα δεις μόνο τη μέρα. Γιατί το πρωί είναι ο συνοδοιπόρος του γραφιά. Γιατί το πρωί τα δάχτυλα βάζουν φρένο σε ανοησίες του μυαλού. Γιατί είναι καλύτερο να το στύψεις το ρημάδι ένα πρωί Σαββατιάτικο για να γράψεις κάτι αξιόλογο, παρά να περιμένεις μια μεθυσμένη Παρασκευή για να γράψεις ό,τι βλέπεις στον πάτο του ποτηριού μιας κοκκινωπής ουσίας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη