Έλα τώρα, ξέρω, κάθε φόρα που το ρολόι χτυπάει κάπου στις δύο τα ξημερώματα, ανοίγει το κουτάκι της Πανδώρας στο μυαλό σου. Είναι πάλι σήμερα εκείνο το πρόσωπο που σε βασανίζει γλυκά κάθε βράδυ ή εκείνο που σκοτώνει μέσα σου κάθε ίχνος ερωτικού συναισθήματος. Είτε είσαι στην πρώτη κατηγορία, είτε στην δεύτερη, μπορείς πολύ καλά να καταλάβεις τι εννοώ ακριβώς.
Είναι εκείνη η σκέψη που ξεπετάγεται τα ξημερώματα, όταν ακόμη καλά-καλά ούτε ο ίδιος ο ήλιος δεν έχει ξεπεταχτεί. Μπορεί να είσαι έξω με φίλους, μπορεί να παλεύεις να κοιμηθείς, μπορεί να είσαι χυμένος στον καναπέ σου, να καπνίζεις, να είσαι ακόμη για δουλειά. Δεν έχει σημασία πού είσαι ούτε με ποιον. Η σκέψη αυτή είναι πάντα εκεί, όταν κανείς άλλος δεν είναι, όταν ακόμη δεν είσαι εκεί ο ίδιος για ‘σένα. Κάποια πράγματα δυστυχώς δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Έτσι γίνεται και με αυτό.
Είναι αυτή η σκέψη που κάνεις και μέσα σε δευτερόλεπτα έχει τη δυνατότητα να σε μεταμορφώσει σε ένα τρελό άνθρωπο καθοδηγούμενο μόνο από μια παλίρροια συναισθημάτων. Εικόνες εμφανίζονται μπροστά σου και θέλεις να σκίσεις τα σεντόνια, να πιεις δυο ποτά ακόμη, να πάρεις αυτό το τηλέφωνο που τόσες μέρες σκέφτεσαι να κάνεις, να ακούσεις μια συλλαβή και μετά να το κλείσεις. Μετά τις δώδεκα αναθεωρείς, δικαιολογείς, ψάχνεις, θυμάσαι, αναπολείς, θυμώνεις, ερωτεύεσαι απ’ την αρχή.
Είναι σχεδόν κοινώς αποδεκτό κι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι τις περίεργες αυτές ώρες είμαστε πιο ευάλωτοι. Γι’ αυτό η μεταμεσονύχτια σκέψη μας χτυπάει στο φιλότιμο, στην καρδιά. Ίσως είναι κι η μοναδική και στιγμιαία κατάσταση όπου τα δύο αυτά όργανα λειτουργούν το ένα σε συνάρτηση με το άλλο. Το μυαλό δίνει το σήμα κι η καρδιά εκτελεί. Εκτελεί κυριολεκτικά. Σκοτώνει το «είναι» σου, ναρκώνει κάθε άλλο βαρυσήμαντο γεγονός που υπάρχει στο κεφάλι σου κι ανασταίνει ό,τι την υπόλοιπη ημέρα δεν έχεις τολμήσει νοερά να αγγίξεις.
Ξαφνικά αρχίζεις κι ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά. Φτιάχνεις σενάρια με εκείνο το άτομο, το χαμόγελό του, τη μυρωδιά του να πρωταγωνιστούν. Κι εσύ συμμετέχεις ενεργά κατσαδιάζοντάς το με όλους τους βίους των Αγίων είτε το σφιχταγκαλιάζεις για να μη φύγει και απ’ τη σκέψη σου, εκτός από τη ζωή σου. Διαφορετικά είσαι ένας απλός παρατηρητής που με όλη του τη φαντασία έχει δημιουργήσει κάτι απόλυτα πανέμορφο και το κρυφοκοιτάζει είτε κρύβεται από ένα απόλυτο τέρας που τον στοιχειώνει και τον τρομάζει.
Και φυσικά το τέλος έρχεται από το πρώτο φως της ημέρας, όπως στις ταινίες όπου τα φώτα σου επισημαίνουν ότι πρέπει να φύγεις απ’ την αίθουσα για την επόμενη προβολή. Μόνο που στο τέλος δεν αποχωρείς πραγματικά εσύ. Αποχωρεί η ευαισθησία που σε τύλιγε όλο το βράδυ κι όχι το πάπλωμα ή ακόμη καλύτερα εκείνα τα δυο χέρια που θα προτιμούσες να έχεις. Εσύ επανέρχεσαι, είσαι και πάλι εκείνο το άτομο που θα ξεκινήσει κανονικά τη μέρα του, όταν θα πας για δουλεία, στη σχολή, στο σχολείο.
Το σκοτάδι σε ξελογιάζει, σε μεταμορφώνει, σε ξεσκεπάζει, σε κάνει πιο αληθινό κι ειλικρινή απέναντι στα συναισθήματά σου. Ό,τι δεν τολμάμε να αρθρώσουμε τη μέρα, τολμάνε να το βροντοφωνάζουν οι σκέψεις μας τη νύχτα, εκεί που η πόρτα κλείνει κι ο περιττός κόσμος λείπει. Λείπει ο περιττός αλλά σου λείπει κι ο «άρτιος», αυτός που κάνει κι εσένα να είσαι τέλειος κι ολοκληρωμένος.
Γιατί κακά τα ψέματα, θα προτιμούσαμε να είχαμε τη σκέψη μας προσωποποιημένη παρά επίπλαστη και φανταστική. Να γίνουμε βιβλία ανοιχτά και να μας διαβάζουν με δυνατή φωνή, παρά να αφηγούμαστε τις ιστορίες μας ψιθυριστά με ακροατές το «εγώ» μας. Κάθε άμυνα λυγίζει, κάθε τοίχος πέφτει, κάθε δευτερόλεπτο σκέψης είναι κι άλλο ένα κύμα που σε πνίγει και σε πετάει πιο μακριά απ’ την ακτή.
Κι αν είναι μια τέτοια ώρα που το διαβάζεις και βρίσκεσαι σε μια παρόμοια κατάσταση, τότε περαστικά σου. Αν πάλι κοιμάσαι από νωρίς, μάλλον κάνεις την καλύτερη δουλειά. Άφησε μας εμάς εδώ να πνιγόμαστε σε άλλες δυο γουλιές κρασί και σε μια κουταλιά σκέψεις. Αγνές, ερωτικές, νευρικές και μπερδεμένες…
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Πωλίνα Πανέρη