Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, κλείνεις την πόρτα και φεύγεις. Είσαι ολομόναχος, τίποτα δε σε νοιάζει, καμία παρέα, καμία συντροφιά. Το μόνο που σου χρειάζεται τώρα είναι ο εαυτός σου, να αράξει, να ηρεμήσει, να σκεφτεί, να απομονωθεί. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη μεριά σου. Σε εκείνο το δικό σου μέρος, που επισκέπτεσαι σε κάτι τέτοιες φάσεις, στο μέρος που σχεδόν πάντα πας μόνος, στο μέρος που σε λίγους έχεις αποκαλύψει, στο μέρος που αν για λίγο χαθείς από τα εγκόσμια, οι άλλοι θα ξέρουν ότι θα σε βρουν εκεί.
Μια παραλία, ένα στενό, ένα σοκάκι, ένα παγκάκι, ένα μικρό λιμανάκι, ένας αδιέξοδος δρόμος, ένα ψηλό σημείο πάνω από την πόλη, μια πλατεία, ένα δωμάτιο, δυο σκαλιά, το πάρκο στην γειτονία σου, ένας κήπος και άλλα τόσα που ο καθένας μας έχει ταυτίσει με την μοναξιά του, είναι τα μέρη που αποκαλούμε ησυχαστήρια. Είναι εκείνα τα σημεία που ό,τι ώρα και να είναι, με λίγο ή πολύ φως, με ήλιο ή βροχή, με κρύο ή με ζέστη, ακούν όλες τις ενδόμυχες σκέψεις σου χωρίς να είναι ανάγκη να αρθρώσεις ούτε λέξη. Δεν έχει καμιά σημασία αν είσαι μοναχικός τύπος ή όχι. Όταν αποφασίσεις μέσα σε δευτερόλεπτα να πας ως εκεί και να απολαύσεις την ησυχία, γίνεσαι αμέσως συνοδοιπόρος με μια περιστασιακή μοναξιά.
Εξάλλου, τι σημασία θα είχε αν βρισκόσουν εκεί με κάποιον που μπορείς να βρεθείς οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ημέρας; Τότε με τον εαυτό σου πότε θα βρεθείς ουσιαστικά; Μπορεί η συνάντηση αυτή να μην είναι συστηματική και τυπική, αλλά γίνεται πάντα τις πιο κατάλληλες στιγμές. Όταν το μόνο που θέλεις είναι να κάνεις ψυχοθεραπεία με λίγο αεράκι, το πρόχειρο μπουφάν σου, ένα τσιγάρο, τον ήχο της θάλασσας, των φύλλων που κινούνται αργά, των περαστικών που πηγαινοέρχονται αλλά δε σε βλέπουν γιατί είσαι καλά κρυμμένος στο αυτοκίνητό σου ή στο συγκεκριμένο σημείο που έχεις ανακαλύψει τυχαία, σε εκείνο το κρυφό μέρος που έχει την δυνατότητα να σε ηρεμήσει όταν κανένας άνθρωπος δε δύναται να το κάνει.
Ξεκινάς να συζητάς με τον εαυτό σου, κανείς δεν μπορεί να σε διακόψει. Μιλάς με τις ώρες, αναλύεις, γράφεις και ξεγράφεις, παίρνεις αποφάσεις χωρίς καμία επιρροή. Είσαι απλά εκεί με όλο το είναι σου, με την καλή και την κακή σου πλευρά. Ο μόνος που μπορεί να σε κρίνει είσαι αποκλειστικά εσύ. Είσαι εκεί γιατί γνωρίζεις πως έχεις φτάσει στα όριά σου, γιατί αντιλαμβάνεσαι πως η λύση έρχεται πάντα από μέσα, όχι από έξω και από τους γύρω-γύρω.
Ίσως εκεί είναι που γίνεσαι και πιο ευάλωτος από ποτέ επειδή ξέρεις πως κανείς δε σε παρατηρεί. Ακόμη και η απόφαση να επισκεφθείς το δικό σου μέρος είναι η αρχή του ξεσπάσματος, η συνειδητοποίηση του ότι έφτασες ή σε έφτασαν στο σημείο του να μη θες να ακούσεις τίποτα παραπάνω από φυσικούς ήχους, μακριά από πολυλογίες και ανούσιες προτάσεις. Να μη θες να δεις κανένα ανεπιθύμητο πρόσωπο, μόνο όμορφα χρώματα και τοπία ή να κρυφτείς κάτω από το σκοτάδι.
Είναι καλό πράγμα η απομόνωση, ειδικά αν υλοποιείται σωστά. Όταν σωπαίνουν όλα εκείνα που φρενάρουν τη συνείδηση και τη σκέψη σου, τότε η φωνή σου γίνεται πιο δυνατή. Και σου μιλάω για τη φωνή της λογικής. Η φωνή μέσα στο κεφάλι σου είναι που σε κάνει να ερωτεύεσαι, να μαθαίνεις και να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ. Να τον φροντίζεις, να του καταλαγιάζεις το θυμό και τα απωθημένα, να του λες όσα λαχταρά να ακούσει εκεί όπου όσα λες παραμένουν ένα επτασφράγιστο μυστικό.
Η ζωή μας είναι ένα συνονθύλευμα στιγμών στην πορεία των χρόνων. Όμως οι στιγμές που την υπογραμμίζουν, που την κάνουν κάπου-κάπου να είναι πιο ουσιαστική, πιο αληθινή και πιο δική σου είναι οι στιγμές που αφιερώνεσαι ολόψυχα στην ιδιοσυγκρασία σου. Και όλο αυτό το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί και να κερδηθεί σε εκείνον τον τόπο που θεωρείται ιδιοκτησία σου σε στιγμές απολογισμού και διαλογισμού. Στο μέρος όπου έχεις παραδεχτεί όλα όσα υπό κανονικές συνθήκες φοβάσαι. Στο μέρος εκείνο όπου πάντα θα ξαναγυρνάς, όπου και να είσαι, όσο μακριά και να είσαι. Εκεί που όλα είναι δικά σου, από τις σκέψεις, τα όνειρα, τις ανησυχίες, μέχρι και το μέρος που κάθεσαι, που αγναντεύεις, που ξεχνιέσαι.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Σοφία Καλπαζίδου