Έρωτας: (Μπαίνει μέσα σε ένα αρχοντικό, λαχανιασμένος και κυνηγημένος). Φθηνά την γλύτωσα. Αυτοί δεν έχουν τον θεό τους. (Κρατάει την ανάσα του, είναι ακουμπισμένος με την πλάτη στην ξύλινη εξώπορτα του αρχοντικού, απ’ έξω ακούγονται φωνές σαν από όχλο που αναζητάει κάτι). Τους βαρέθηκε η ψυχή μου, πραγματικά δεν ασχολούμαι ξανά με τους ανθρώπους.
Αυτοί δεν μπορούν να τα βρούνε με τον εαυτό τους, θα τα βρούνε μεταξύ τους; Θεός φυλάξοι, δεν είναι να τους παίρνει κάνεις στα σοβαρά. (Βηματίζει στο εσωτερικό του σπιτιού, προβληματισμένος και πάρα πολύ λυπημένος).
Τι θα κάνω, όμως; Πώς θα ζήσω, εγώ έχω δημιουργηθεί για να ερωτοποιώ. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να μη χάσω την ιδιότητά μου. Με τους ανθρώπους πάντως δεν πρόκειται να ανακατευτώ ξανά ποτέ μου. Λίγο ακόμα και θα με στείλουν στο τρελάδικο. Δεν μπορώ, όμως, να μείνω αδρανής, θα χάσω την τέχνη μου. (Χωρίς να το καταλάβει, απ’ τις σκέψεις του, έχει ανέβει στη σοφίτα του σπιτιού, εκεί όπου κρύβεται ένας θησαυρός από παλιά αντικείμενα. Το βλέμμα του πέφτει πάνω σε δυο πανέμορφες πορσελάνινες κούκλες). Τι όμορφες! Σαν αληθινές είναι. Τι όμορφα μάτια που έχουν κι οι δυο, αν τα μάτια είναι, όντως, ο καθρέφτης της ψυχής, τότε αν ήταν έμψυχες θα ‘χαν υπέροχες ψυχές.
(Τις κοιτάζει επίμονα). Πού να δώσω το συναίσθημά μου και να το εκτιμήσουν; Δε θέλω άλλο να μου ποδοπατάνε το «είναι» μου. (Απευθύνεται στις κούκλες, στριφογυρίζει με έντονο προβληματισμό μέσα στη σοφίτα). Μακάρι να μπορούσατε να μιλήσετε, να με βοηθήσετε, να μου δώσετε μια λύση! (Ξεφυσάει).
Να μην υπάρχει κι ένας κούκλος να σας κάνω ζευγάρι! Μα με τους ανθρώπους το δοκίμασα και με το ίδιο φύλο. Σαφώς δεν πέτυχε ούτε κι εκεί. Όμως τα αντικείμενα δεν έχουν εγωισμούς, δεν έχουν φοβίες, δεν έχουν κτητικές αντωνυμίες. Αυτό είναι, το αποφάσισα, θα σας δώσω ζωή και θα σας χαρίσω τον έρωτα.
Εσένα με τα πράσινα ματάκια θα σε ονομάσω «Ανεμώδη» κι εσένα με τα μελιά, θα σε λένε «Μελίκη». (Ο έρωτας χωρίς δεύτερη σκέψη, κάνει τα μαγικά του. Οι κούκλες ζωντανεύουν κι αυτός γίνεται αόρατος).
Ανεμώδη: Μπορώ και κινούμαι μόνη μου. Χέρια, πόδια. Πηδάω, περπατάω. Μπορώ και κινούμαι μόνη μου.
Μελίκη: Κι εγώ.
Ανεμώδη: Μιλάς. Σε ακούω, μπορώ και σ’ ακούω.
Μελίκη: Κι εγώ σ’ ακούω.
Ανεμώδη: Πώς σε λένε;
Μελίκη: Δεν ξέρω.
Ανεμώδη: Έχεις ένα μενταγιόν στον λαιμό σου. Να το ανοίξω;
Μελίκη: Βεβαίως.
Ανεμώδη: «Μελίκη». Έτσι πρέπει να ‘ναι το όνομά σου.
Μελίκη: Περίμενε λιγάκι, έχεις κι εσύ ένα μενταγιόν. Έλα πιο κοντά. Με δυσκολεύει. Ω, ναι, τα κατάφερα. «Ανεμώδη», γράφει.
Ανεμώδη: Ανεμώδη; Τι περίεργο όνομα! Και το δικό σου, βέβαια.
Μελίκη: Ναι, αλλά μου αρέσουν. Λες και μας τα έδωσε κάποιος θεός.
Ανεμώδη: Δεν έχεις άδικο. Ξέρεις, ουσιαστικά μου είσαι μια άγνωστη, αλλά νιώθω να σε ξέρω χρόνια. Τι περίεργο συναίσθημα!
Μελίκη: Κι εγώ νιώθω οικεία μαζί σου. Τα μάτια σου σαν να τα κοιτάζω χρόνια.
Ανεμώδη: Έλα μαζί μου, πάμε να δούμε πού βρισκόμαστε.
Μελίκη: Άναψε μια λάμπα. Θα σκοτωθούμε. Είδες; Έπεσα επάνω σου.
Ανεμώδη: Δώσε μου το χέρι σου κι ακολούθα με.
Μελίκη: Τι απαλό άγγιγμα που έχεις; Μου αρέσει, δε σ’ αφήνω.
Ανεμώδη: Μόλις μου χάρισες ένα χαμόγελο, το σκοτάδι, όμως, δε σε άφησε να το απολαύσεις. Δε σε αφήνω. Πρόσεξε! Μπήκαμε στις σκάλες. Στο βάθος αντικρίζω ένα αμυδρό φως.
Μελίκη: Τράβα τις κουρτίνες. Σ’ ευχαριστώ. Τι όμορφο σπίτι! Κάτι μου θυμίζει.
Ανεμώδη: Θα συμφωνήσω για μια ακόμη φορά μαζί σου. Κοίτα αυτή τη φωτογραφία, είναι πολύ σκονισμένη, όπως όλα εδώ μέσα. Πριν καιρό κάποιοι ζούσαν εδώ.
Μελίκη: Τα μάτια σου στο φως είναι ακόμη πιο όμορφα. Χωράνε μέσα τους κι άλλες αποχρώσεις. Κι είναι κρυστάλλινα, χάνεσαι στο κοίταγμά τους.
Ανεμώδη: Με τόσο φως, πλέον, μπορείς να χαρείς αυτή τη φορά το χαμόγελο που σκορπάς στο πρόσωπό μου. Νιώθω σαν κάτι μαγικό να με τραβάει κοντά σου. Σαν να γεννήθηκα σήμερα, εδώ μαζί σου, για ‘σένα.
(Η Μελίκη δεν κρατιέται και φιλάει με πάθος την Ανεμώδη. Η Ανεμώδη ανταποδίδει με τα ίδια συναισθήματα).
Ανεμώδη: Σαν να γεννήθηκα σήμερα, εδώ μαζί σου, για σένα.
Μελίκη: Εδώ, μαζί σου, σήμερα, για σένα.
(Δέκα χρόνια μετά, η Μελίκη κι η Ανεμώδη, βρίσκονται στο ίδιο σαλόνι).
Μελίκη: Νιώθω πως δε με ποθείς πια. Είσαι συνεχώς κολλημένη στο παράθυρο και χαζεύεις τους περαστικούς. Αυτόν τον ανθοπώλη, απέναντι, τον έχεις φάει με τα μάτια σου. Ευτυχώς που δεν μπορούν να μας δουν, γιατί νομίζω τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για ‘μένα.
Ανεμώδη: Καλή μου Μελίκη, είμαστε κλεισμένες τόσα χρόνια εδώ και νιώθω σαν φυλακισμένη μέσα σ’ ένα συναίσθημα. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ, όμως αγαπάω κι ό,τι βλέπει η ψυχή μου πέρα από σένα, κι αυτή η ορκισμένη αποκλειστικότητα σε σένα με κάνει να αντιδράω και να θέλω να αποδράσω από αυτό που έχουμε.
Μελίκη: Αδυνατώ να σε καταλάβω, αγαπημένη μου. Είχες πει πως γεννήθηκες για ‘μένα. Τι άλλαξε; Γιατί δε σε γεμίζει πλέον ο έρωτάς μας;
Ανεμώδη: Το ‘χα πει γιατί, όντως. Μόλις που θυμόμουνα τον εαυτό μου κι ένιωθα ότι είχα δημιουργηθεί για τον έρωτά σου. Όμως, η ύπαρξή μου έχει νόηση, έχει αντίληψη και μπορώ να ζηλεύω κάτι που δεν έχω, μπορώ να επιθυμώ το αδοκίμαστο, το άπιαστο.
Μελίκη: Με πληγώνεις, Ανεμώδη.
Ανεμώδη: Δε σε πληγώνω εγώ, αγάπη μου. Το συναίσθημα.
(Ο έρωτας που είχε εναποθέσει πάνω στις δυο κούκλες τις τελευταίες του ελπίδες, βλέποντας να χαλάει για άλλη μια φορά αυτό που δημιούργησε, αποφάσισε να ξανακάνει τη Μελίκη και την Ανεμώδη κούκλες).
Έρωτας: Δε φταίνε οι άνθρωποι. Το συναίσθημα που είμαι φταίει, από μόνο του ποιεί όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα. Γι’ αυτό κι είναι δύσκολο να τα ‘χεις για πολύ καιρό όλα σε μια ζυγαριά, ισορροπημένα. Από ένα σημείο και μετά, η ζυγαριά πλαγιάζει κι εγώ πρέπει να πετάξω αλλού τα βέλη μου. Ας ξεχυθώ, λοιπόν, στους δρόμους να ματώσω τα μυαλά των ανθρώπων, για να κινείται η ζωή στον πλανήτη μας, όπως κινείται και στο σύμπαν, έπειτα να γίνονται όλα αστερόσκονη, να σκορπίζεται και να δημιουργείται μέσα ξανά απ’ τη στάχτη της η ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη