Ο σύντροφός σου κοιμάται. Εσύ έχεις αναμμένο το πορτατίφ σου και διαβάσεις ένα βιβλίο για κάποιον μεγάλο έρωτα. Συγκινείσαι, ρίχνεις το βλέμμα σου πάνω στον άνθρωπο που αγαπάς κι έχεις την τύχη να κοιμάται δίπλα σου. Χαϊδεύεις τα μαλλιά του και χαμογελάς. Σε πιάνει το παράπονο. Έρχεται στο μυαλό σου το τραγούδι που λέει «Έρι Έρι Έρι, γιάντα οι δικοί σου να μη θένε να ’χω έρωτες μαζί σου».
Στρέφεις τη ματιά σου στο βάθος του δωματίου όπου το φως κάνει παιχνίδια πάνω στη μαύρη οθόνη της τηλεοράσεως. Έρχονται στη σκέψη σου οι γονείς του. Αυτοί οι άνθρωποι που με το αργό πέρασμα του χρόνου, μεγάλωσαν τον άνθρωπό σου κι έχουν βάλει πολλούς λίθους σε αυτό που είναι σήμερα, στο πλάσμα που θες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μαζί του.
Πολλοί λένε ότι τα πεθερικά είναι σαν τα δαιμόνια, κυρίως δε η πεθερά, σαν εκείνα τα μυθικά τέρατα, θεός φυλάξει. Ένας φίλος, πεθερόπληκτος, είχε γράψει στο Facebook τις προάλλες «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, πάρα με πεθερά που ψάχνεις να κρυφτείς».
Δε θέλει να σε βλέπει στα μάτια της και το ξέρεις, ότι αυτό το αγκάθι που έχει μπει στη ζωή σου επηρεάζει άμεσα και τον έρημο μελλοντικό πεθερός σου, ο οποίος είναι ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι κι είναι πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη. Πού να μιλήσει, όμως, και να εκφέρει άποψη, «τον έχει ευνουχίσει η μέγαιρα, του έχει βάλει τα δυο πόδια στο ένα παπούτσι» (έτσι δε λένε πάντα;). Δεν μπορείς να πεις κάτι, ο καθένας βάζει τα όριά του και κάνει τις επιλογές του.
Προβληματίζεσαι, γυρνάς ξανά, χαζεύεις τον άνθρωπο δίπλα σου που θες σε λίγους μήνες και να τον κάνεις επισήμως άνθρωπό σου. «Λες να ΄χει πάρει απ’ το σόι;» σκέφτεσαι. Μπα, είναι αλλιώς. Δεν έχει δείξει ποτέ τέτοια δείγματα. Χαμογελάς ξανά, σκέφτεσαι το απόγευμα που γύρισε απ’ το σπίτι των δικών του κι η μητέρα της τής είχε βάλει για πολλοστή φορά στα τάπερ φαγητό μόνο για την ίδια. Εσύ είσαι αόρατος, αφού οι δικοί της δε θέλουν να σε βλέπουν μπροστά της.
Έπειτα σκέφτεσαι τη δική σου μητέρα που πάντα σε φορτώνει με ένα σωρό πράγματα και για τους δύο σας όταν πας σπίτι. Το έχεις συνηθίζει κι επειδή αγαπάς βαθιά, δέχεσαι να είσαι ο αποδιοπομπαίος τράγος, «δε βαριέσαι» λες και κάνεις ένα μορφασμό, κάποια στιγμή θα σε δεχτεί, πού θα πάει. Άλλωστε, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. «Το καλό βέβαια είναι ότι δε λένε την πεθερά μου Ελπίδα» σκέφτεσαι και ξεσπάς σε γέλια, κλείνοντας με τα χέρια σου το στόμα, μην την ξυπνήσεις.
Θυμάσαι πριν δυο μήνες που είχατε πάει σε ένα γάμο ενός ξαδέρφου της κι ήταν αναπόφευκτο να μην τους συναντήσεις, σας είχαν βάλει μάλιστα και στο ίδιο τραπέζι κι η καλή σου πεθερούλα σε αποκαλούσε για αρκετή ώρα με το όνομα του πρώην της. Μέχρι που τα πήρε η δικιά σου και την πήγε στην τουαλέτα να της τα χώσει ένα χεράκι. Έπειτα έστρωσε. Αμ, το άλλο που ακόμα προσπαθεί να της γνωρίσει επιδέξιους γαμπρούς, λέγοντάς το και μπροστά σου χωρίς καμία ντροπή; Στο έχει πει άλλωστε κατάμουτρα «το παιδί μου δεν κάνει για σένα».
«Δεν κάνει για σένα» κι αυτή η φράση γυροφέρνει τώρα στο μυαλό σου. Δεν κάνει για σένα γιατί ίσως να μην της αρέσει το επάγγελμά σου, παρ’ όλο που έχεις δικό σου μαγαζί, παρόλο που έχεις έναν μεγάλο κύκλο πελατών. Δεν κάνει για σένα γιατί ο πατέρας σου είναι απ’ την Ιορδανία κι εσύ γεννήθηκες και μεγάλωσες στον Κολωνό. Η μητέρα της καλής σου λέει «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο». Έλα σου, όμως, που δεν το θένε ούτε μπαλωμένο. Θέλουνε γαμπρό με σπουδές και πολλά λεφτά, θέλουνε το παιδάκι τους να ζει μέσα στα παλάτια και στους υψηλούς κύκλους της κοινωνίας. Και φυσικά αν ο γαμπρός δεν πληροί τις προδιαγραφές τους, δεν είναι καλός για το σπλάχνο τους.
«Φουκαρά, εσύ δε γεννήθηκες σε οικογένεια γαλαζοαίματων, εσένα οι γονείς σου είναι βιοπαλαιστές, πλην τίμιοι όμως. Εσύ είσαι ένα παλικάρι του καιρού, καλόκαρδο με πέντε-έξι τατουάζ που σε εκφράζουν και γενειάδα. Πόσα έχεις ακούσει απ’ την πεθερούλα σου για αυτές σου τις επιλογές», σκέφτεσαι.
Είσαι, ωστόσο, πολύ περήφανος για την οικογένειά σου και για ‘σένα τον ίδιο και ξέρεις ότι θα κάνεις τα πάντα για να ‘ναι το παιδί τους ευτυχισμένο, διότι πρώτον το λατρεύεις και δεύτερον απ’ τη δική του ευτυχία εξαρτάται πλέον κι η δική σου. Στο κάτω-κάτω της γραφής, με τον καιρό κάποια στιγμή θα καταλάβουν τα αισθήματά σας, θα αναγνωρίσουν την αγάπη και θα σωπάσουν. Θα αρχίσουν να σου χαμογελάνε.
Εξάλλου, τον ίδιο ακριβώς πόθο έχετε, να είναι ο άνθρωπος που τόσο αγαπάτε όλοι, ευτυχισμένος. Ποιος ο λόγος να συμπεριφερθείς στους γονείς του ανθρώπου που αγαπάς άσχημα; Κανείς δε θα βγει κερδισμένος από έναν τέτοιο πόλεμο. Κατά βάθος τους ευχαριστείς, τους σέβεσαι και του εκτιμάς, διότι αυτοί έχουν δημιουργήσει αυτό το θαύμα που κοιμάται τώρα στο πλάι σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη