Έχεις σκεφτεί ποτέ σου πόσο αλλόκοτα είναι τα χέρια μας; Μη με κοιτάς έτσι. Σοβαρά, το έχεις σκεφτεί ποτέ σου; Τα δικά μας χέρια. Θα μπορούσα να αναφερθώ στα χέρια όλου του κόσμου, όμως στο τώρα μας μου είναι παντελώς αδιάφορα.
Γι’ αυτά εδώ σου μιλάω, τα δικά σου και τα δικά μου. Έχεις παρατηρήσει τις κινήσεις τους; Το πώς παίρνουν εντολές απ’ τις επιθυμίες μας; Τις φλέβες; Τα σημάδια; Τις πανάδες που κάνουνε σιγά-σιγά την εμφάνισή τους; Τα δικά σου είναι ακόμη πιο όμορφα, τους έχεις χαρίσει κομμάτια απ’ τη ζωή σου. Για τα τατουάζ που έχουν δημιουργήσει πάνω σου, λέω. Εντάξει, μη με κοιτάς με αυτόν τον τρόπο, ξέρεις, έτσι μου αρέσει να εκφράζομαι γι’ αυτά. Τι να πω; Τα τατουάζ που σου έχουν χτυπήσει πάνω σου; Όχι. Είναι τέχνη κι η τέχνη δε χτυπιέται.
Με αποσυντονίζουν τα μάτια σου. Τα χέρια μας, έλεγα, είναι αλλόκοτα σε όλο τους το μεγαλείο. Καταρχάς, μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε τον σταυρό μας. Τι όμορφο να έχεις τα χεράκια σου, να ‘ναι σε πλήρη ικανότητα και να μπορείς κάθε που πλαγιάζεις να κάνεις τον σταυρό σου! Σκέψου πόσοι άνθρωποι στερούνται αυτής της ικανότητας.
Αχ, τα χέρια σου! Με γεμίζουν ευτυχία. Όταν με αγγίζουν, όταν με χαϊδεύουν, όταν με παίρνουν αγκαλιά, όταν με κρατάνε. Πόση ευτυχία προσφέρουν αυτά τα δύο χέρια; Δύο απλά χέρια, τα δικά σου χέρια που με κρατάνε. Και τα δικά μου, έχουν την ίδια δυνατότητα να γεννούν ευτυχία και να στην προσφέρουν απλόχερα.
Σε βλέπω, αναρωτιέσαι γιατί τα χαρακτηρίζω αλλόκοτα, εφόσον, σε γενικές γραμμές μας χαρίζουν υπέροχες στιγμές. Να γι’ αυτό. Για τις στιγμές. Ενώ τα χέρια μας είναι μαγικά, δεν έχουν κατορθώσει να μπορούν να κρατάνε τις στιγμές. Πέρα από κάποιες φωτογραφίες και κάποια βίντεο. Δεν έχουν τον τρόπο, δεν έχουν βρει το πώς να κρατάνε τις στιγμές πάνω τους και να τις επιστρέφουν όταν ζητηθούν, ατόφιες.
Αυτό είναι, βλέπεις; Χαρίζοντας ένα επίθετο στα χέρια μας, κέρδισα αυτό το τεράστιο χαμόγελο. Είναι το χαμόγελό σου, που κέρδισε τον έρωτά μου. Το αποζητώ σε κάθε δευτερόλεπτο, να ξέρεις. Είναι ένα χαμόγελο απ’ τα λίγα. Κι αυτό δεν το λέω γιατί σ’ έχω ερωτευτεί. Το λέω με τη λογική, το λέω με κάθε αντικειμενικό κοίταγμα. Το χαμόγελό σου δε γίνεται να χωρίσει πάνω του κάτι υποκειμενικό. Με τίποτα. Αν θέλουμε να μιλάμε και να λεμέ αλήθειες, είναι ένα θείο δώρο που σου δόθηκε για να προσφέρεις στον κόσμο λίγη χαρά κάθε που κάτι ή κάποιος σε κάνει να χαμογελάς.
Τα βλέμματά μας, όμως, είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία, που κάθε ζωγράφος, κάθε ποιητής, κάθε συγγραφέας, θα ‘θελε να την είχε στη φαρέτρα του και κάποια στιγμή να δημιουργήσει μέσα από αυτή. Τα βλέμματά μας έχουν μια τσογλάνικη ανταλλαγή, ένα είδος αλητείας. Κλεφτής κι αστυνόμος. Κυνηγάω και παραδίνομαι. Δράση κι αντίδραση. Όπως ακριβώς νιώθω τη σχέση μας απ’ την πρώτη στιγμή.
Τα βλέμματά μας είναι γεμάτα αλαζονεία, κυρίως τις στιγμές που απευθύνονται μονάχα στο συναίσθημα. Τις στιγμές που εσύ κι εγώ αφηνόμαστε στο ευάλωτο του έρωτά μας. Μια αλαζονεία που παίρνει ενέργεια απ’ το κάθε «απαγορεύεται» που θεσπίζει η κοινωνία, απ’ το καθετί που είναι λίγο έξω απ’ το φυσιολογικό, κι εμείς οι δυο του δίνουμε χώρο να μπει ανάμεσά μας, μέσα μας.
Εγώ κι οι σχέσεις μου με το «τι πρέπει» και το «τι δεν πρέπει» είμαστε σαν τη πορεία ενός συνηθισμένου γάμου. Στην αρχή κάτι το ιδεατό, έπειτα μια συνήθεια, ακολουθεί η κούραση, η γοητεία χάνεται, η επιθυμία εξασθενεί κι η ελευθερία βρίσκεται φυλακισμένη μέσα σε μια έννοια. Κι όταν φυλακίζουμε την ελευθερία μας, τότε μας μένει απλός ένα τίποτα. Τέτοια είναι η σχέση μου με τα «πρέπει», τιποτένια.
Όπως καταλαβαίνεις, το να κοιτάς τον ουρανό και να χάνεσαι δεν είναι κάτι το ρομαντικό, ούτε κάτι το ευαίσθητο. Είναι κάτι το ασυνήθιστο. Πάλι δε με πιστεύεις. Έχει τόσα δρομάκια ο ουρανός, αμέτρητα. Κι οι περισσότεροι ακολουθούν τις κεντρικές λεωφόρους. Ενώ εσύ, απροκάλυπτα, μεταπηδάς απ’ το ένα δρομάκι στο άλλο και μου προσφέρεις ένα κυνηγητό, ένα μυστήριο παιχνίδι αναζήτησης.
Στο είχα τονίσει απ’ τις πρώτες μας στιγμές. Η περιπέτεια σου ταιριάζει σαν όνομα. Έπειτα έγινες μέλισσα κι εγώ λουλούδι να σου δίνω την τροφή σου. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο είναι ότι ενώ με ρίζωσες κατά κάποιο τρόπο στο έδαφος, εσύ με συνεργό τον αέρα έγινες η συνέχεια της ιστορίας μου. Με μεταφέρετε συνεχώς, κι από ένα λουλούδι έχω γίνει ένας αξιοθαύμαστος κήπος. Το σπίτι μας έχω γίνει.
Ανταρτικό το «εμείς» μας. Όμως έχει έναν αγώνα που μας κρατά ερωτευμένους. Φοβάμαι, γιατί οι στιγμές λόγω της αδυναμίας των χεριών μας να τις κρατήσουν για πάντα, μπορούν να εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού. Όμως αν δε φοβόμουν τόσο, δε θα ήξερα πως τα αναίσθητα αυτού του κόσμου ζευγαρώνουν μόνο με τα τιποτένια «πρέπει» τους και πως τα ευαίσθητα συνάπτουν σχέσεις μονάχα με τα πεφταστέρια.
Προτιμώ να μείνω νηστική απ’ τα συνηθισμένα. Νηστική και διψασμένη. Όταν αυτά δεν έχουν κανένα ίχνος με ερωτικές δοσοληψίες, όπως η δικιά μας. Θέλω να γεύομαι τη μοναδικότητα που έχει το βλέμμα σου όταν συναντά το δικό μου, να τη γεύομαι και να μένω πάντα πεινασμένη.
Είμαι άγραφο χαρτί, δίχως τελειωμό να γράψεις πάνω του. Γιατί σημασία έχει να βρούμε τον τρόπο να γράψουμε μία ιστορία, τη δικιά μας ιστορία. Έτσι όταν εγώ γίνομαι χαρτί, εσύ γίνεσαι μελάνι κι όταν εγώ γίνομαι μελάνι, εσύ δέρμα καθάριο να ποτίζω πάνω του. Αυτό σημαίνει ότι εγώ είμαι δράση κι εσύ αντίδραση, εσύ είσαι κλέφτης κι εγώ αστυνόμος.
Έχεις σκεφτεί ποτέ σου πόσο αλλόκοτος είναι ο έρωτας; Αν ναι, τότε χαμογέλα μου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη