Small talk, δηλαδή, κουβέντα να γίνεται. Η ψιλοκουβέντα που λέμε στα υπέροχα ελληνικά μας ή αλλιώς μικρή ομιλία, όπως μεταφράζεται απ’ την αγγλική. Τα θέματα μικρής ομιλίας διαθέτουν μεγάλη γκάμα κι ενδείκνυνται ως ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που δε γνωρίζονται αρκετά καλά μεταξύ τους.
Η ανάγκη μας για επικοινωνία είναι πάρα πολύ σημαντική, έπειτα απ’ τις βασικές ανάγκες για επιβίωση, παίρνει τη σκυτάλη η ανάγκη για επικοινωνία, κάθε μορφή επικοινωνίας. Ας πούμε ότι κλείνουμε δυο αγνώστους σε ένα δωμάτιο για λίγες ώρες, το μόνο σίγουρο είναι ότι μεταξύ τους, αν όχι από την αρχή, από κάποιο σημείο και μετά, θα αναπτυχθεί μια επικοινωνία. Αυτή η επικοινωνία έχει κύριο σκοπό να σπάσει την αμήχανη σιωπή.
Η σιωπή προκαλεί έναν φόβο, παρόλο που είναι ασπίδα προστασίας, έχει την τάση να προκαλεί ανησυχία στους ανθρώπους, γι’ αυτό και δεν είναι η αγαπημένη πολλών. Έτσι, λοιπόν, οι περισσότεροι προτιμούν να μη βάζουν γλώσσα μέσα τους. Το πήγαμε στην άλλη άκρη. Πιάνουμε τις άκρες για να μπορούμε να έχουμε καλό ζύγιασμα στη μέση.
Δεν πρόκειται για ψέμα, πολλοί από εμάς σπαταλάμε αρκετές ώρες της ημέρας μας στο μπίρι-μπίρι, χωρίς κατά βάση να ‘χουμε να πούμε κάτι το ουσιώδες. Ας μεταφερθούμε σε έναν εργασιακό χώρο στον οποίο οι εργοδότες δεν είναι με τα μαστίγια στο χέρι. Έναν εργασιακό χώρο που οι εργαζόμενοι είναι ελεύθεροι να συνομιλούν. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν κάποιος κάτσει και παρατηρήσει τους εργαζομένους, θα διαπιστώσει ότι τις πέντε ώρες απ’ το οκτάωρο, πολλοί από δαύτους δουλεύουν έχοντας μια συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους, η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αρχικά για να σπάει τη σιωπή και σε δεύτερη φάση για να κλέψει το άγχος και τη βαρεμάρα της ρουτίνας που προσφέρει η δουλειά.
Θέματα που μπορούνε να αναπτυχθούν μέσα στα small talk είναι αυτά που δεν έχουν βαρύτητα περιεχομένου. Συνήθως, μέσα σε τέτοιες συζητήσεις γίνεται λόγος για τη μόδα, τις τέχνες, την ψυχαγωγία, τον καιρό, την οικογένεια (σε επιφανειακό επίπεδο), τα σπορ, τη δουλειά, τα νέα, το lifestyle, τα events, τα ταξίδια, τα χόμπι, το μακιγιάζ, το social media, την καταγωγή και την πατρίδα κάποιου, κυρίως αν πρόκειται για αγνώστους.
Πολλά μικρά και κατά βάση θέματα άνευ ουσίας. Σε τέτοιου είδους συνομιλίες, αποφεύγεται, κανονικά, να γίνεται κουβέντα για τις πολίτικες πεποιθήσεις, τα οικονομικά, τις προσωπικές σχέσεις, τη θρησκεία, την ηλικία και την εμφάνιση, και γενικώς θέματα που θέλουν πολλή οικειότητα κι αρκετή εκβάθυνση.
Όπως το ψιλοβρόχι, έτσι και το ψιλοκούβεντο, αν διαρκεί για ώρα κουράζει και κυρίως κουράζει αυτούς που ακούνε, άθελά τους, δίχως να έχουν κι άλλη επιλογή. Αν εξαιρέσουμε ότι στις χαλεπές ημέρες που ζούμε, αυτή η μορφή επικοινωνίας είναι μια ελάφρυνση για κάποιους απ’ το στρες που καβαλάνε. Από ψυχολογικής πλευράς, όμως, το κουτσομπολιό στην καθομιλουμένη –το οποίο δεν είναι κοινωνικό σχόλιο όπως συνηθίζουμε να το ονομάζουμε για να πάρουμε από πάνω του τα βάρη που του αναλογούν, αλλά πρόκειται για αντικοινωνικά σχόλια, που προσβάλλουν και χαρακτηρίζουν ανθρώπους και καταστάσεις– δεν εμπεριέχεται στους αμυντικούς μηχανισμούς των ανθρώπων. Είναι μια ανάγκη η οποία έχει πολλές ρίζες στα «γιατί» της. Η βασική πηγή, όμως, είναι η ελάφρυνση του άγχους, στη θετική της έκφανση και στην αρνητική της η κακία κι η ζήλια, διότι ό,τι δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
Η πολυπλοκότητα του μυαλού μας είναι γνωστή, αν κι αυτό ζυγίζει μόλις ένα κιλό και κάτι, όσο δηλαδή κι ένα λεξικό μετρίων διαστάσεων, είναι ένα όργανο που κρύβει μέσα του άπειρα μυστήρια. Επομένως, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε με σαφήνεια τα γιατί και πώς, σε καθετί που κάνει κάποιος άνθρωπος.
Το να μιλάμε δεν είναι κακό, το να μιλάμε, όμως, συνεχώς άνευ ουσίας κι αποτελέσματος, ίσως κρύβει κάτι από πίσω του. Ίσως κι όχι, και να ‘ναι απλώς μια αναγκαιότητα για επικοινωνία, για επαφή. Να μιλάμε, γιατί όχι; Σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να μας ακούσουν. Αρκεί να μην ενοχλούμε τους γύρω μας. Ο σεβασμός είναι κι αυτός ένα δικαίωμα του καθενός, πρέπει να δίνουμε βάση στον χώρο και στον χρόνο αυτών που βρίσκονται σε μικρή ακτίνα από εμάς.
Να μιλάμε, λοιπόν, να ματώσουμε τις γλώσσες μας, μήπως, όμως, πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτές οι συνεχείς ψιλοκουβέντες μας κρατάνε μακριά απ’ τα ουσιώδη;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη