Κάπου ανάμεσα στα μαξιλάρια σου, με τους παλμούς και τις ανάσες να έχουν πάρει τα επάνω τους, δεν μπορείς να αντισταθείς άλλο πια. Πιάνεις το κινητό σου και γράφεις με τρεμάμενα τα χέρια ένα μήνυμα: «Δεν μπορώ, για κανέναν λόγο, να σταματήσω να σκέφτομαι το στόμα σου και τα χέρια σου κάπου αλλού πέρα από πάνω μου».
«Το μήνυμα εστάλη» βλέπεις στην οθόνη, αλλά με μια δεύτερη ματιά –ικανή να σου ανοίξει τα μάτια και το στόμα απ’ το σοκ– διαπιστώνεις ότι το μήνυμά σου εστάλη μεν αλλά σε λάθος άτομο δε.
Πριν από καμιά ωρίτσα είχες μια συνομιλία με τον διευθυντή σου, βλέπατε τις τελευταίες λεπτομέρειες για το meeting που έχετε αύριο και κάτι χιλιοστά διαφορά στην κατάταξη των συνομιλιών σε κάνουν τώρα να ‘χεις στα μάγουλά σου ένα πορφυρό χρώμα. Ανάβεις όλα τα φώτα του σπιτιού και κόβεις βόλτες, με τα εσώρουχα, μέσα στο σπίτι.
«Δε γίνεται», «δεν μπορεί» λες. «Κάτι δεν είδα καλά». Πιάνεις ξανά το κινητό σου και σιγουρεύεις ότι, δυστυχώς, έχεις δει πάρα πολύ καλά τον παραλήπτη κι εν συνέχεια –για ακόμη χειρότερή σου τύχη– πως το μήνυμα έχει κιόλας διαβαστεί. Είναι κι η στιγμή που θες να ανοίξεις την μπαλκονόπορτα, αν όχι για να πέσεις απ’ τον έκτο, απλώς για να σε χτυπήσει λιγάκι ο αέρας. Το νιώθεις το εγκεφαλικό να ‘ρχεται κι είσαι και σε κρίσιμη ηλικία.
Είναι σχεδόν δέκα και μισή το βράδυ και ξεκινάς τα τηλεφωνήματα. Κλήση πρώτη, ο κολλητός σου. «Έλα, πουλάκι μου, τι θες βραδιάτικα; Είμαι στο σπίτι της κοπέλας μου». «Φιλαράκο, καίγομαι» του λες. Δεν είναι και χθεσινός ο δικός σου, στην ίδια γειτονιά μεγαλώσατε. Καταλαβαίνει ότι, για να μην έκλεισες το τηλέφωνο όταν σου είπε ότι είναι με την κοπέλα του, τα πράγματα είναι σοβαρά. «Τι έγινε, τι σε βρήκε βραδιάτικα;». Εξηγείς κι αμέσως άκρα του τάφου σιωπή. Είναι κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις που απλά σε αποστομώνουν.
«Ει, μιλά, ρε. Σώσε με. Τι να κάνω;». «Εγώ λέω να δηλώσεις την παραίτησή σου και να ετοιμάζεσαι σιγά-σιγά να σε υποδεχτεί η αγκαλιά κάποιας άλλης χώρας». Με αυτά του τα ενθαρρυντικά λόγια σε αποτελειώνει. «Ειλικρινά δεν ξέρω τι να σου πω, ζήτα συγγνώμη, εξήγησε ότι εκ παραδρομής το μήνυμα εστάλη σε αυτόν κι ευχήσου να ‘χει καλές συζυγικές σχέσεις ή κανένα γκομενάκι στο σκαρί, μπας και σε καταλάβει. Διότι, αν είναι απ’ τους παντρεμένους που το κάνουν κάθε που αλλάζει ο μήνας, σε βλέπω να γίνεσαι σταρ του καυτού κινηματογράφου για να πληρώνεις το ρετιρέ που τραβάει η όρεξή σου». Δεν έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο, σου ‘κανε την καρδιά περιβόλι, ψελλίζεις μια συγγνώμη για την αναστάτωση και καλείς αμέσως την αδερφή σου.
Το ρολόι στον τοίχο έχει κάνει κι αυτό τη διαδρομή του, πλέον οι δείχτες του λένε έντεκα πάρα τέταρτο. Στον πέμπτο χτύπο ακούς την αδερφή σου να σε καλησπερίζει.
«Αδερφούλα, σώσε με» της λες. «Έστειλα πρόστυχο μήνυμα στον γενικό διευθυντή. Νομίζω πως πρέπει να ετοιμάσω την παραίτησή μου». «Βρε ματάκια μου» –επιτέλους ακούς μια φωνή ήρεμη και ζεστή– «δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου». «Αλήθεια;» λες. «Φυσικά» σου απαντάει. «Πες μου τι να κάνω» λες χωρίς να πάρεις ανάσα. «Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι δε θα ήταν και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο για τον γενικό σου να λάβει αυτό το μήνυμα, και ποσό μάλλον από σένα. Όμως, πιστεύω, για να μη σου έχει απαντήσει ακόμα κάτι, θα ‘χει καταλάβει ότι πρόκειται για κάποιο λάθος. Ολόκληρος γενικός, αγρόν ηγόραζε; Κι αύριο το πρωί, πριν ξεκινήσει το meeting, θα πας ευγενικά, θα του εξηγήσεις και θα ζητήσεις συγγνώμη». Καληνυχτίζεις και δίνεις την αγάπη σου στην αδερφούλα σου, είναι, όπως και να το κάνεις, σταθερή αξία.
Βάζεις ένα ποτήρι παγωμένο νερό απ’ το ψυγείο. Το τηλεφώνημα, σκέφτεσαι, είναι πιο σίγουρο απ’ τα μηνύματα. Βρίσκεις το νούμερο που σου προσφέρει χαμογέλα και το καλείς δίχως δεύτερη σκέψη. Απ’ το βάθος ακούς μια φωνή να σου λέει: «Νόμιζα ότι σε είχε πάρει ο ύπνος, ότι θα κοιμόσουν». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει κι εσύ ξεστομίζεις το εξής: «Μωρό μου, ξέρω ότι σου αρνήθηκα να συναντηθούμε σήμερα, διότι αύριο πρωί-πρωί έχω μια σημαντική συνάντηση, αλλά, ειλικρινά, νιώθω ότι όλοι οι δρόμοι απόψε με οδηγούν στην αγκαλιά σου. Κλείνω κι έρχομαι».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη