Το στυλάκι γνωστό.

Τα απαραίτητα αξεσουάρ συνοδεύουν πάντα κουβεντούλες, τσάρκες και τσιφτετέλια. Τσιχλίτσα, μπεγλεράκι, smartphone για να selfάρουμε και άγιος ο Θεός!

Πρόσφατος καφές στο κέντρο της συμπρωτεύουσας, μας επιφυλάσσει ακόμα ένα παράδειγμα σύγχρονης σαπουνόπερας.

Να σας γνωρίσω την Ελένη. Ετών 23, φοιτήτρια νοσηλευτικής στα ΤΕΙ, με μεγάλο σουξέ στα λαϊκά στρώματα και τις πληγωμένες καρδιές. Γλυκιά κοπέλα, με μεγάλο στόμα και κλειστά αυτιά.

Μετά από ολιγόωρο κους-κους δεν άργησε να αδειάσει τα εσώψυχα της στα τυπικά και καταφατικά μας χαμόγελα.

Η Ελένη μου θυμίζει πολύ τον Κώστα εδώ που τα λέμε. Παλικάρι απ τα λίγα. Παλιός συμμαθητής, καλός μπαλαδόρος και ακόμα πιο δεινός κοντράκιας.

Πριν κάνα μήνα έμαθα ότι δουλεύει σε μια βιοτεχνία και βγάζει καροτσάδα δύο μπεμπέ τα απογεύματα με την γυναίκα του, η οποία δεν έκλεισε καν το εν τέταρτο του αιώνα…

Πίσω στο Λενιώ. Τσαπερδόνα και μες την όρεξη, ήταν μια ευπρόσδεκτη φρεσκάδα για την μουντρουχοπαρέα μας. Φυσικά το θέμα δεν άργησε να πάει γύρω απ τις σχέσεις.

Σχέσεις με καλούς, κακούς και άχαρους αλλά πάντα μια δυσανασχέτηση όσον αφορά την αγάπη. Λες και δεν μπορούσε να βρει μέσα της εμπειρία, για να ανατρέξει στην κουβέντα.

«Ποιος θα σου μείνει αξέχαστος ρε Ελένη;» έπεσε η ερώτηση…

«Δεν ξέρω ρε βλάκα, θέλω κάποιον που να ναι τρελός για μένα, να μην μπορεί να κοιτάξει αλλού, να με αγαπήσει όσο καμία άλλη, να είμαι η μοναδική γι αυτόν και να είμαι ο έρωτας της ζωής του…»

«Ναι, καλά όλα αυτά. Αλλά εσύ πώς θες να νιώσεις σε έναν τέτοιον έρωτα. Τι αισθήματα να βιώσεις με τον άλλον;»

«Μα…μόλις σου είπα…»

Ο Κώστας ήταν πιο «άντρας» απ’αυτούς που συναντάς στο Λύκειο.

Ήταν ο τύπος που θα πολιορκούσε μια κοπέλα για μεγάλο χρονικό διάστημα και προσπαθούσε συνέχεια να της αποδείξει λογικά ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Άσχετα αν η κάθε μια με την σειρά της, ήταν η μοναδική του αγάπη. Η οποία με έναν μαγικό τρόπο ερχόταν ακριβώς μετά την προηγούμενη, σαν τα τρένα. Δεν βρήκες θέση στο ένα βαγόνι; Θα βρεις στο επόμενο…

Όλο το σχολείο ήξερε ότι την γούσταρε, όπως και όλο το σχολείο ήξερε το τέλος.

Μπύρες μετά τις δύο στο Golf του 93, έξω ακριβώς απ την πύλη και τέρμα στα ηχεία βαριά, λαϊκά καψουροτράγουδα. Μόνη μας παρηγοριά ότι θα περνούσε γρήγορα.

Μοιάζουν πολύ οι δυο τους όσο το σκέφτομαι. Αναζητάνε την αγάπη σε μάτια ξένα χωρίς καν να μάθουν τον άλλον και να υπάρξει μια χρονοβόρα μεν, ειλικρινή δε, συναισθηματική σύνδεση.

Είναι τα πρότυπα λαϊκής και χωρίς εγωισμό καψούρας, που τόσο ένδοξα μας δασκάλεψε ο Παπαμιχαήλ (λες και δεν ήξερε ο κοσμάκης τι έκανε ανάμεσα στις πρόβες)

Βιάζονται να αποκαλύψουν τον εαυτό τους στην σχέση και να επενδύσουν τόσα πολλά, τόσο γρήγορα.

Όταν αναπόφευκτα δείχνουν τις ανασφάλειές τους και παίρνουν εξιτήριο, ασχέτως πληγωμένοι στα αλήθεια η όχι, θα το ρίξουν στο αλκοόλ για να πνίξουν τον πόνο τους (αλλά θα το αντέξουν γιατί είναι δυνατοί κατά βάθος.)

Συνεχίζουν να αναζητούν «το άλλο τους μισό» και τα δίνουν όλα μόλις αντιληφθούν ελάχιστο ενδιαφέρον. Έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα σε αυτό το θεατράκι που παίζεται με τους ίδιους για πρωταγωνιστές και μεγάλο (θεωρούν) κοινό.

Κλάμα και οδυρμός ανά τακτά χρονικά διαστήματα και πολλά ναρκωτικά για τους κοντινούς τους που αντέχουν για ακόμα μια φορά τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελίδη μου.

Δεν θέλει και πολύ σκέψη για να δεις ότι αρνούνται να αγαπήσουν τον εαυτό τους πάνω απ όλα. Μια κατάσταση στην οποία έρχεσαι, όταν δίνεις τόση αξία στους άλλους για να καλύψεις ένα κενό.

Το κενό που δημιουργήθηκε όταν δεν σου έμαθαν να αγαπάς εσένα τον ίδιο κι όταν αρνήθηκες να το δεις μόνος σου και να το επιληφθείς.

Η νέα μορφή των κατά φαντασίαν ασθενών απειλεί την ύπαρξη των ελάχιστων ρομαντικών.

 

Συντάκτης: Γιάννης Κατάκης