Από μικρά παιδιά η βροχή μας έκανε κάπως ανήσυχους, κάποτε μας τρόμαζε, για έναν τόσο προφανή όσο και μυστήριο λόγο. Ο ουρανός ξαφνικά συννέφιαζε, ντυνόταν στα γκρι, όλα γινόντουσαν μουντά κι έμοιαζαν μοναχικά κι αμήχανα. Το βρεγμένο χώμα έπαιρνε εκείνη την τόσο χαρακτηριστική μυρωδιά, που με λέξεις δεν περιγράφεται, αλλά ξυπνά αναμνήσεις και φαίνεται κάτι να ζητά. Ταραχή, αυτή η έννοια μας κυρίευε, χαρά ή λύπη δεν ξέραμε τι νιώθαμε. Πάντως μας γοήτευε, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, κι αυτός ο αποσυντονισμός μεγαλώνοντας μας φόβιζε ακόμα περισσότερο.
Πολλοί από εμάς έτρεμαν τις βροντές και τις αστραπές, που έμοιαζαν με το θυμό της φύσης. Έψαχναν καταφύγιο κι έτρεχαν στην αγκαλιά της μαμάς τους. Άλλοι παρίσταναν τους γενναίους ενώ η ψυχούλα τους λαχταρούσε. Μέσα σε αυτά τα, δήθεν θαρραλέα, παιδιά ανήκα κι εγώ. Ήθελα, βλέπετε, να κάνω τη μεγάλη, σχεδόν μάλιστα απαγόρευα τις πολλές αγκαλιές, παρόλο που πέθαινα για μια απ’ αυτές. Δεν ήθελα να μου γίνουν απαραίτητες, γιατί τις μεγαλύτερες καταιγίδες τις περνούσα μόνη.
Ακόμα και τώρα, αν με ρωτήσετε αν μου αρέσει η βροχή, δε θα ξέρω αρχικά τι να απαντήσω. Το μόνο που θα μπορέσω να πω με σιγουριά είναι ότι είμαι χρόνια ερωτευμένη μαζί της, από μικρό παιδί. Παρά τις γενναίες μου προσπάθειες όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, η βροχή κι η αγκαλιά –στο μυαλό μου τουλάχιστον– αλληλοεξαρτώνται.
Παράδοξο, έτσι; Δύο λέξεις φαινομενικά αταίριαστες, όταν βρεθούν στην ίδια πρόταση κουμπώνουν. Βροχή σημαίνει αγκαλιά, λοιπόν, ένα καταφύγιο που ξορκίζει την ταραχή μιας βροχής. Μια αγκαλιά που μέσα της χάνεσαι για λίγο από αυτά που τόσο δυσκολεύεσαι να καταλάβεις, λες κι όλα γύρω σου τρέχουν κανονικά, ενώ εσύ παγώνεις το δικό σου καρέ και παρατηρείς.
Τη βροχή ή την ερωτεύεσαι κι εξαρτάσαι από αυτή ή τη μισείς και κάθε τόσο που αλλάζει ο καιρός βαριανασαίνεις. Ενδιάμεσα και χλιαρά δε χωρούν σε αυτή, για αυτό και κάποιοι από εμάς τα έχουν βρει μαζί της και τη γουστάρουν πολύ. Δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι, δεν κρύβεται, δε δειλιάζει, δε σου αφήνει άλλη επιλογή απ’ το να της δώσεις σημασία, να τη νιώσεις. Θα σε μελαγχολήσει κι ύστερα θα σε ανταμείψει με ένα ουράνιο τόξο της. Ποτέ αντίστροφα, όσο κι αν προσπαθήσεις, ό,τι κι αν της τάξεις. Αν δεν παιδευτείς λιγάκι στα σκοτάδια δε θα βρεις το χρώμα.
Κι επειδή την κατάνυξή της δεν κατάφερε κανείς να την αποφύγει, είναι πάντα καλύτερα να τη μοιράζεσαι και να τη ζεις μέσα σε μια αγκαλιά. Εκείνου του ξεχωριστού ανθρώπου που του κόλλησες από δίπλα την κτητική αντωνυμία «μου» και πλάι του νιώθεις ασφαλής. Άλλοτε είναι ο έρωτάς σου, άλλοτε το κολλητάρι σου ή διαχρονικά η μαμά σου. Ο χρόνος κάτι τέτοιες στιγμές σταματά, παρόν, παρελθόν και μέλλον μπλέκονται κι ο νους σου ταξιδεύει.
Αν πάλι δε σου βρίσκεται καμιά πρόχειρη αγκαλιά, μην απογοητευτείς. Αγκαλιά είναι κι η συντροφιά ενός αγαπημένου βιβλίου, λίγη μουσική και το καυτό σου τσάι. Κάποιες φορές, ξέρεις, θα σταθούν πλάι σου καλύτερα κι από παρέα. Λάθος (για μας) άνθρωποι υπάρχουν πάρα πολλοί, λάθος νότες, τσάι ή βιβλίο, όμως;
Να σ’ αγαπάνε στις λιακάδες είναι παιχνιδάκι. Στις μπόρες όμως; Εκεί να μετράς τους ανθρώπους σου!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη