Και κάπου εκεί μεταξύ debates, πολιτικών διαφημίσεων και κατανεμημένου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου των κομμάτων, παρουσιάζεται η ώρα της εκλογής ή των εκλογών όπως τις ξέρουμε. Θυμάμαι ήμουν παιδί ακόμα, μαθήτρια στο δημοτικό, όταν ρώτησα τον πατέρα μου που παρακολουθούσε τη δημόσια ομιλία κάποιου αρχηγού κόμματος κι ήταν τόσο απορροφημένος, τι ακριβώς γίνεται. Φυσικά η απάντησή του ήταν: «είσαι μικρή ακόμη για αυτά» και με αυτή την αποστομωτική απάντηση συνέχισα να παίζω με τα παιχνίδια μου. Ήμουν όμως μικρή για όλα αυτά, όταν ξεκάθαρα ήξερα ποιος ήταν ο αρχηγός του δικού μας κόμματος μέσα στο σπίτι, ποιος εκτελούσε χρέη γραμματέα και ποιος του ταμία, ποιο ήταν το κέντρο λήψης αποφάσεων και ποιοι τα εκτελεστικά όργανα;
Θέλοντας και μη, το σπίτι και η οικογένεια είναι η πρώτη πολιτικοποιημένη δομή, με διακριτούς ρόλους μέσα σ΄ αυτήν κι αναλόγως των περιστάσεων το πολίτευμα διαφέρει, σύμφωνα με τις συνθήκες και τους ανθρώπους που είναι μέλη της, -χωρίς εκλογές φυσικά- με αποτέλεσμα τα παιδιά να παίρνουν το βάπτισμα του πολιτικού όντος. Πέρα απ’ αυτό, σε κανένα σπίτι δε λείπουν οι πολιτικές συζητήσεις που αυτόματα απορροφώνται ως η πρώτη γνώση της λειτουργίας του κράτους-οικογένεια, δημιουργώντας ίσως μια κάπως συγκεχυμένη εικόνα του τι ακριβώς σημαίνει. Είναι βέβαιο, λοιπόν, πως τα παιδιά θα επηρεαστούν από τις πολιτικές πεποιθήσεις των γονιών, ειδικά όταν είναι μάρτυρες ανάλογων συζητήσεων, όμως εκεί ο ρόλος των ενηλίκων χρειάζεται να είναι καταλυτικός, προκειμένου το παιδί να σταθεί σε αξίες κι όχι σε πρόσωπα, χρώματα ή κόμματα. Να κατανοήσει σε βάθος την έννοια της διαφάνειας, της δημοκρατίας, της τιμιότητας, της αποφασιστικότητας και της απόφασης που θα παρθεί για το κοινό καλό και πως τα αντίθετα όλων αυτών των αξιών όπως η ρεμούλα, η κλεψιά κι οι ψεύτικες υποσχέσεις δεν είναι τα ζητούμενα για να επιβιώσει κανείς.
Μετά το προπαρασκευαστικό στάδιο της οικογένειας, έρχεται το σχολείο, ως άλλη μία πολιτικοποιημένη δομή, όπου κι εκεί τους δίνεται το πρώτο βήμα εκπροσώπησης του συνόλου στο οποίο ανήκουν. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν την έννοια της ευθύνης και του ανοιχτού διαλόγου, είτε έχουν εκλεγεί για να εκπροσωπήσουν ένα σύνολο είτε είναι μέλη του. Ωστόσο εκεί, η ενήλικη –απαραίτητα ορθή- σκέψη και κατεύθυνση γονιών, δασκάλων και καθηγητών χρειάζεται να είναι αυτή που θα τους εξηγήσει ότι ο λόγος ύπαρξής τους δεν είναι μόνο η εισήγησή τους για εκδρομή ή η λήψη μιας απόφασης για κατάληψη, γιατί τότε έχει χαθεί όλο το νόημα. Να τους εξηγήσει πως μέσα από τον διάλογο και τα επιχειρήματα μπορεί να επιτευχθεί το όποιο προσδοκώμενο αποτέλεσμα και πως η βία ή όποια άλλη μορφή πίεσης δεν ήταν ποτέ επιχείρημα. Να τους κάνει ν’ αναπτύξουν επικοινωνιακές δεξιότητες- τη διάθεση για βελτίωση, τον οραματισμό ενός νέου καλύτερου κόσμου, την κριτική σκέψη για τη λήψη μιας απόφασης που δε θα βασίζεται στο προσωπικό αλλά στο κοινό συμφέρον. Να τους βοηθήσει να μάθουν να αναζητούν τη λύση σε ένα πρόβλημα αποτρέποντάς τους από το να είναι το πρόβλημα.
Οι έφηβοι είναι βαθιά σκεπτόμενοι και προβληματισμένοι για όσα συμβαίνουν γύρω τους κι αυτό δε χωράει καμία αμφισβήτηση, όμως όσο παρακολουθούν τα δρώμενα είναι πολύ εύκολο να γίνουν πολιτικά απαθείς, αντιλαμβανόμενοι τη διάβρωση των πολιτικών θεσμών ή ακραία επιθετικοί, ως μια μορφή αντίδρασης που τους επιβάλει η ορμή της νιότης τους. Όσο όμως τροφοδοτούμε το όραμα για έναν κόσμο έτσι όπως αυτοί τον έχουν ονειρευτεί, τόσο πιο σίγουρο είναι ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι, εκεί που εμείς ως ενήλικοι μπορεί να έχουμε αποτύχει. Είναι οι πρώτοι που έχουν το δικαίωμα στο όνειρο με τ’ ανοιχτά τους μυαλά, τις φρέσκες τους ιδέες κι όλη τη ζωή μπροστά τους για να ζήσουν. Καθώς όμως αρχή θεωρείται το ήμισυ του παντός, οπότε είναι σημαντικό να μπορούν να έχουν πρότυπα προς μίμηση κι όχι προς αποφυγή, στοχεύοντας από τη δική μας μεριά στην κατασκευή της πολιτικής τους ιδεολογίας, όχι μέσα από μικροπολιτική και κομματισμό, αλλά μέσα από την οικουμενικότητα και την ηθική σκέψη, δίνοντάς της την κοινωνική της διάσταση.
Είναι ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουμε εφήβους που θα γίνουν υπεύθυνοι ενήλικες και με διάκριση, αντιμετωπίζοντάς τους ακόμα και σ’ αυτό το στάδιο της ζωής τους ως ώριμους πολίτες που η φωνή τους έχει βαρύτητα και θα πρέπει ν’ ακουστεί. Πως αυτή η φωνή έχει την ικανότητα να επηρεάσει θετικά κι άλλους κι αυτοί οι άλλοι, κάποιους ακόμα. Γιατί είναι άβολο να έχεις φτάσει δεκαοχτώ ετών, με δικαίωμα ψήφου κι όταν βρεθείς μπροστά στην κάλπη να νομίζεις ότι είναι κουμπαράς.
Ζούμε σ’ έναν υπέργηρο κόσμο με παγιωμένες αντιλήψεις και τρόπο ζωής και μπορεί κιόλας να καμαρώνουμε που καταφέραμε να επιβιώσουμε σ΄ αυτόν, έτσι όπως έχουμε καταφέρει να τον κάνουμε. Μπορεί να προσπαθήσαμε για το καλύτερο δυνατό -ο καθένας με τον τρόπο του- μπορεί πάλι όχι. Πάντως δεν είναι ιδανικός, ούτε αγγελικά πλασμένος, όμως αυτός είναι που αφήνουμε παρακαταθήκη στα παιδιά μας, ίσως γιατί μας είχαν πείσει τελικά ότι «ήμασταν μικροί γι’ αυτά». Πως η ενασχόλησή μας με τα κοινά μπορεί να συνοδευόταν από την παροιμία πως «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες» και πως πολιτική είναι «άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις». Κάπως έτσι αφήσαμε να γίνουν τα πράγματα για εμάς, χωρίς εμάς.
Δε σημαίνει όμως ότι αυτό θα πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται. Είναι προτιμότερο να πετάξουμε αυτή την ξαναζεσταμένη σούπα, που ούτως ή άλλως είναι απαίσια στη γεύση και να φτιάξουμε από την αρχή μια άλλη, με φρέσκα υλικά, αλλάζοντας τη συνταγή, δοσμένη από ενεργοποιημένους εφήβους που θα γίνουν αύριο υπεύθυνοι πολίτες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου