Η ζωή καταναλώνεται σε σκληρά ωράρια και υπέρμετρη προσπάθεια γι’ επιβίωση, μέσ’ από την καθημερινή εργασία. Διοχετεύουμε όλη την ενέργειά μας προκειμένου να πετύχουμε μέσα από ένα επάγγελμα που θα μας δώσει δύναμη, ποιότητα ζωής, υλικές απολαύσεις, ανέσεις, αφθονία, καταξίωση. Διαθέτουμε όλο μας τον χρόνο και λέμε πως ευτυχία είναι να μην έχουμε ανάγκη κανέναν και τίποτα, ξέρουμε καλά πώς να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, γιατί όσες φορές προσπαθήσαμε να στηριχτούμε σε κάποιον άλλον το αποτέλεσμα μόνο θετικό δεν ήταν. Αφαιρέσαμε το συναίσθημα από τη ζωή μας, -άλλωστε πού να βρεθεί χρόνος;- η δουλειά απορροφά τις ώρες που θα μπορούσαμε να διαθέσουμε για σχέσεις κι έρωτες. Έτσι κι αλλιώς περισσότερη φασαρία προσφέρουν και κανένα ανταποδοτικό πλεονέκτημα. Ο δικός μας σκοπός είναι η ευημερία και το όφελος που θα αποκομίσουμε προκειμένου να νιώσουμε πλήρεις. Κι όσα περισσότερα καταφέρνουμε, τόσο το κενό μέσα μας μεγαλώνει κι αναρωτιόμαστε, γιατί.
Ένα ερώτημα που δεν απαντάται μονολεκτικά και χρειάζεται να σκάψεις πολύ βαθιά, κάνοντας ένα ταξίδι στον χρόνο για να πάρεις απαντήσεις. Από μικρό παιδί αυτό που σε ενδιέφερε ήταν να αποδείξεις πως μπορείς να τα καταφέρεις και ήταν το μόνο που είχε σημασία. (λέξεις κλεδιά: Ν’ αποδείξεις). Ήταν καθοριστικά όλα εκείνα που άκουσες κι ας μην το καταλάβαινες τότε, «από εσένα έχουμε πολλές απαιτήσεις», «πρέπει να γίνεις χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία», ή «δεν είσαι ικανός/ή για τίποτα». Έτσι, μετέπειτα στο σχολείο γινόσουν στόχος γιατί έπρεπε να διαβάσεις περισσότερες φορές το μάθημα για να το καταλάβεις ή δεν περνούσες την τάξη με την πρώτη.
Ίσως ήταν σκληρό που αναγκάστηκες από νωρίς να καταλάβεις πως πρέπει να μάθεις να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, γιατί μπορεί να αισθάνθηκες την εγκατάλειψη. Ακόμα κι όταν προσπαθούσες να εστιάσεις την προσοχή σου προς τον έξω κόσμο και τα ερεθίσματά του, προτιμούσες να κλείνεσαι και να χτίζεις τοίχους με τούβλα που μπορούσαν να κουβαλήσουν τα μικρά χέρια σου. Κι όταν χρειάστηκες βοήθεια κανείς δεν ήταν εκεί για να βοηθήσει, κανείς να πει μια κουβέντα συμπαράστασης ή να ρωτήσει αν χρειάζεσαι κάτι -εκτός από τα «πρέπει» που κράτησαν τον απαραίτητο χώρο μέσα σου για να μετατραπούν στο μέλλον σε αποδείξεις προς τους άλλους. Σημασία είχε να γίνεις και όχι να είσαι. Σημασία είχε η επιτυχία και όχι η ευτυχία. Κανείς δε σου έδειξε πώς να είσαι χαρούμενος. Κι αν προσπάθησε δεν το έκανε με το σωστό τρόπο, δείχνοντας σου την άλλη κατεύθυνση προς την ολοκλήρωση, αυτή που δημιουργείται μέσα από τα υλικά αγαθά.
Δεν πειράζει είπες, σημασία έχει ότι είσαι σήμερα αυτό που είσαι και αντλείς δύναμη και χαρά από τα επιτεύγματά σου. Έκλεισες πολλά στόματα κι έτσι έχεις την ησυχία σου. Αράζεις στον άνετο καναπέ σου και στις λίγες στιγμές χαλάρωσης που έχεις απολαμβάνεις την ησυχία, αφήνοντας το βλέμμα σου να παρακολουθεί ταινίες σε συνδρομητικά κανάλια. Βρίσκεις προστασία στο καταφύγιο που δημιούργησες και χαίρεσαι που κανένας και τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει ξανά να αισθανθείς άβολα -όμως κάτι λείπει. Λείπει κάποιος που θα μπορέσεις να μοιραστείς όλα όσα δημιούργησες. Σου λείπει το μοίρασμα, όχι των υλικών αλλά των συναισθημάτων, αυτό που θα δημιουργήσει το αντίβαρο στη ζυγαριά του απολογισμού όλων όσων είσαι και κατάφερες.
Καταλαβαίνεις έτσι πως έχεις δημιουργήσει έναν τετραγωνισμένο κόσμο χωρίς καμία καμπύλη, παρά μόνο με ευθείες γραμμές, που το συναίσθημα χτυπάει στις πλευρές του και επιστρέφει πάλι σε εσένα, σε σημείο να σου δημιουργεί μεγαλύτερο βάρος, γιατί δεν έχει πού να διοχετευθεί. Μόνη του διέξοδος είναι η δουλειά που κι αυτή σταδιακά δε σου δίνει και τη μεγαλύτερη ικανοποίηση. Στραγγίζει κι αδειάζει το μέσα σου κι εσύ γίνεσαι απλά παρατηρητής της ζωής σου που φεύγει, λέγοντας πως πια έχεις φτάσει στο απόγειο της επαγγελματικής ωριμότητας αφήνοντας σε εκκρεμότητα τη συναισθηματική.
Κι έρχεται μια μέρα που ξυπνάς και το σπίτι σου φαντάζει πιο σιωπηλό από ποτέ κι η ζωή σου τόσο άδεια κι αχρωμάτιστη. Μέρες ίδιες, χωρίς καμία έκπληξη, με την καμπύλη ευημερίας στα ύψη και τους χτύπους της καρδιάς σε ευθεία γραμμή. Είναι η στιγμή που διαπιστώνεις πόσα πράγματα έχασες κι εξακολουθείς να χάνεις, αφήνοντας τους ανθρώπους έξω από τον κόσμο σου, φτιάχνοντας έναν παράδεισο μόνο για σένα, και διαπιστώνεις πόσο ουτοπικά είναι όλα όταν δεν έχεις με κάποιον να τα μοιραστείς. Να προσφέρεις και να δεχτείς μια αγκαλιά, ένα φιλί, τη μαγεία μιας στιγμής, ένα χαμόγελο, μια όμορφη κουβέντα, τον ενθουσιασμό, τη χαρά, τον έρωτα, το ενδιαφέρον, τη φροντίδα, το νοιάξιμο, την έξαψη, τον κοινό σκοπό. Είναι όλα αυτά που όταν τα βάλεις από την άλλη μεριά της ζυγαριάς θα αρχίσεις να βλέπεις τα πράγματα από άλλο σημείο καθώς ψηλώνεις κι ελαφραίνεις από περιττά βάρη που δεν ήξερες πού να τα στοιβάξεις κι ο κόσμος σου πια θα αρχίζει να αμβλύνει τις γωνίες του δημιουργώντας τεθλασμένες γραμμές, καμπύλες και κύκλους καθώς δημιουργείται χώρος στο συναίσθημα να κάνει τη δική του διαδρομή.
Τα άγχη, οι αγωνίες και οι φοβίες των γονιών μας αποτυπώνονται στα κύτταρά μας και μας καθοδηγούν στη μετέπειτα ζωή μας, πριν ακόμα γεννηθούμε θέλοντας και μη. Δεν είναι κάτι που γίνεται με πρόθεση, απλά συμβαίνει, ίσως γιατί σκέφτονται πως όσα στερήθηκαν οι ίδιοι ή όσα δεν κατάφεραν θα πρέπει να τα πετύχουμε εμείς, ξεχνώντας πως κανένας τίτλος, καμία σπουδή, καμία επαγγελματική επιτυχία δεν είναι αρκετή για να φέρει την εσωτερική πληρότητα κι ευτυχία. Έστω και ετεροχρονισμένα, αν καταφέρουμε να το εντοπίσουμε αυτό, ένας νέος κόσμος περιμένει εμάς και τα δικά μας παιδιά, μαθαίνοντάς τα να είναι πρώτα ευτυχισμένα βοηθώντας τα να χτίσουν τον κόσμο πρώτα από μέσα και μετά προς τα έξω, χαράζοντας δρόμους αγάπης διπλής κατευθύνσεως.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου