«Αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις». Ίσως η συνέχεια της φράσης να είναι: «Είναι αυτό που βλέπεις»
Όμως, τι νομίζουμε και τι βλέπουμε πραγματικά; Η σκέψη τρέχει πιο γρήγορα από τον ήχο, ακόμα κι από το φως. Χιλιάδες ερεθίσματα πυροδοτούν το μυαλό να σκέφτεται, να δημιουργεί εικόνες, να αισθάνεται και να βγάζει συμπεράσματα. Όλα έχουν να κάνουν με την ταχύτητα. Κινούμαστε κάθε μέρα σε ξέφρενους ρυθμούς, με αποτέλεσμα και τα συμπεράσματά μας να έχουν την ίδια ταχύτητα τις περισσότερες φορές. Οι διαπροσωπικές μας σχέσεις κινούνται όπως κι εμείς, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ισορροπία του ρυθμού, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε σε μια παγίδα γρήγορων αποφάσεων. Έτσι, διεξάγουμε βιαστικά συμπεράσματα που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Βασίζουμε την κρίση μας στην προκατάληψη και σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα που κατά καιρούς έχουμε ζήσει, χωρίς να μπαίνουμε στη διαδικασία να κρίνουμε αντικειμενικά τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας. Παρεξηγούμε κινήσεις, εκφράσεις και τις ταυτίζουμε με παρελθοντικές ίδιες στιγμές αλλά με άλλους ανθρώπους, διαφορετικούς. Ο καθένας χαμένος στο δικό του κόσμο, δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί την πραγματική διάσταση των γεγονότων και των στιγμών και βιάζεται να κρίνει, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι η πραγματικότητα μπορεί ν’ απέχει χιλιόμετρα. Μικρές λεπτομέρειες είναι ικανές να τινάξουν στον αέρα σχέσεις, από μια παρεξήγηση μονάχα, που μόνο με διάλογο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Ένα τηλεφώνημα που δεν έγινε σε κάποιο συμφωνημένο χρόνο, μια τυχαία συνάντηση με κάποιον από το παρελθόν, μια γραπτή επικοινωνία που πάντα αφήνει περιθώρια λάθους, φτάνουν να οδηγήσουν τη σκέψη μακριά από την αλήθεια. Η στάση μας να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα μόνο με τη χρήση μιας αίσθησης, αυτής της όρασης για παράδειγμα ή μόνο της ακοής, μάς οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις συνήθως. Ίσως επειδή ο έρωτας μάς κάνει κτητικούς, καταλήγουμε ν’ απομακρυνόμαστε από την ουσιαστική επικοινωνία του λόγου και ξυπνάει μέσα μας ζήλια που στην ουσία θολώνει την ορθή κρίση μας. Συζητάμε λιγότερο και σκεφτόμαστε περισσότερο, συνήθως αρνητικά. Το καθετί που δεν καταλαβαίνουμε δημιουργεί μέσα μας απορίες κι εμείς ως γνήσιοι ερευνητές της αλήθειας πλάθουμε τα δικά μας σενάρια, καθοδηγούμενοι από συναισθήματα που μόνο πόνο μπορούν να μας φέρουν.
Παγιδευόμαστε σε πεποιθήσεις κι απομακρυνόμαστε από την πραγματικότητα των γεγονότων. Δε ρωτάμε, απλώς συμπεραίνουμε κατά την προσωπική μας εκτίμηση με κίνδυνο να χαλάσουμε, χωρίς ουσιαστικό λόγο, μια σχέση ενώ δε θα έπρεπε. Στεκόμαστε πεισματικά σε εικασίες αρνούμενοι να δούμε και να σκεφτούμε έξω από το «κουτί» του υποκειμενισμού και της προσωπικής παραδοχής. Λειτουργούμε χωρίς να συνδυάζουμε όλες μας τις αισθήσεις και χωρίς να σκεφτούμε πώς ή γιατί ο σύντροφός μας ενήργησε με τον όποιο τρόπο. Ξεχνάμε ποιος είναι πραγματικά κι απομακρυνόμαστε από το πλαίσιο της ενσυναίσθησης, την οποία με μαεστρία βγάζουμε από την εξίσωση, λες κι αν δεν το κάνουμε θα κριθούμε ως άτομα χαμηλής νοημοσύνης και θα θεωρηθεί ότι κάποιος προσπαθεί να μας ξεγελάσει.
Γεγονός είναι ότι με τέτοιες συμπεριφορές κουράζουμε το σύντροφό μας και κουραζόμαστε κι οι ίδιοι. Είμαστε μονίμως σε μια κατάσταση έντασης και κυκλοθυμίας που μας καταστρέφει και καταστρέφει κι ό,τι όμορφο μπορεί να συμβαίνει στη ζωή μας. Τα γρήγορα συμπεράσματα δεν είναι αγώνας δρόμου που ψάχνει να βρει νικητή. Δεν κέρδισε κανείς με τέτοιες πρωτιές αντιθέτως, έχασε. Όλα κρίνονται στο κομμάτι εμπιστοσύνης που χτίζεται σε μια σχέση και της αποδοχής του ενός από τον άλλον. Λειτουργούμε σαν καθρέφτες προς το σύντροφό μας και σ’ αυτόν αντικατοπτρίζεται η εικόνα μας. Προβάλουμε τις δικές μας ανασφάλειες και φοβίες χωρίς να το καταλαβαίνουμε ίσως, εκτός κι αν γίνεται απόλυτα συνειδητά από κάποιους. Μπαίνουμε σ’ άλλα μονοπάτια που δεν είμαστε σε θέση ούτε να διαχειριστούμε, ούτε να κρίνουμε.
Το ζητούμενο είναι να βρισκόμαστε με πλήρη συνείδηση σε μια σχέση που η βάση της θα είναι η επικοινωνία κι ο ανοιχτός διάλογος, μαζί με την ειλικρίνεια. Είναι ανθρώπινο να μην καταλάβουμε κάτι ή να το παρερμηνεύσουμε, όμως οι απορίες λύνονται με ερωτήσεις κι όχι με εσωτερικούς μονολόγους. Αλλά ακόμα και στις στιγμές της παρόρμησής μας, για γρήγορα συμπεράσματα, υπάρχει χώρος μετά, για μια πιο εξεταστική ματιά από τη δική μας μεριά, αλλά και δίνοντας χρόνο στον άλλο για μια πιο λεπτομερή εξήγηση. Είναι προτιμότερο να κρατάμε μια απόσταση από στερεοτυπικές σκέψεις και ν’ ανοίγουμε περισσότερο το πεδίο της συναισθηματικής μας νοημοσύνης, απαλλαγμένοι από βιώματα του παρελθόντος.
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός κι ίσως αυτό είναι το μοναδικό κριτήριο που χρειαζόμαστε για να βγάλουμε το συμπέρασμά μας γι’ αυτόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου