Οι περισσότεροι έχουμε συζητήσει -τουλάχιστον μία φορά- θέματα περί χωρισμού. Είναι ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα τους ανθρώπους κι αυτό γίνεται εμφανές σε κάθε αναφορά του. Όλοι παθιάζονται και προσπαθούν να βρουν λύσεις τόσο αναφορικά με την αντιμετώπισή του όσο και με τον χρόνο που χρειάζεται ο καθένας μας για να τον ξεπεράσει. Όμως, κάθε φορά καταλήγουμε σε διαφορετικά πορίσματα, τα οποία συχνά δε μοιάζουν μεταξύ τους.
Πόσο καιρό χρειάζεται κάποιος για να ξεπεράσει έναν χωρισμό εν τέλει; Αυτή ήταν κι η απορία μας στο poll της περασμένης εβδομάδας κι οι απαντήσεις, όπως κάθε φορά, έχουν ενδιαφέρον
Στην τέταρτη θέση με ποσοστό 11,06% έρχονται εκείνοι, οι λίγοι και καλοί, που σταματούν να νοιάζονται μετά τη λήξη της εκάστοτε σχέσης. Αξίζουν συγχαρητήρια εφόσον έχουν τη μαγική ικανότητα να σταματούν να πονάνε για κάτι που έχει τελειώσει. Όμως, αυτή τους η ικανότητα πηγάζει απ’ την αντίληψη που έχουν για το εν λόγω θέμα. Αναγνωρίζουν πότε κάτι τελειώνει και προετοιμάζουν τον εαυτό τους· ξέρουν αν μη τι άλλο να προστατεύονται, βάζοντας τα όριά τους εκεί που χρειάζεται.
Στην τρίτη θέση με ποσοστό 19,15% ακολουθούν αυτοί που χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο. Συνήθως ένας ή δύο μήνες αρκούν, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο. Ωστόσο, σίγουρα δεν περνούν τη φάση της βαριάς θλίψης κι απογοήτευσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι δεδομένο και γι’ αυτούς τους ανθρώπους ότι αυτό που είχαν τελείωσε, εν τούτοις χρειάζονται τον χρόνο τους για να το αποδεχτούν. Ίσως νιώθουν την ανάγκη να το αναλύσουν στο μυαλό τους για να το ξεπεράσουν· όμως δεν αργούν να το κάνουν κι έπειτα είναι έτοιμοι να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Στη δεύτερη θέση, με ποσοστό 24,58%, έρχονται εκείνοι που χρειάζονται αρκετό χρόνο, συγκεκριμένα περίπου το μισό διάστημα απ’ όσο κράτησε η σχέση. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πάρει το χρόνο του προκειμένου να ξεπεράσει τον εκάστοτε χωρισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, που ίσως φαντάζουν λίγο πιο ευαίσθητοι από τους άλλους, νιώθουν την ανάγκη να περιστρέφουν τ σκέψη τους γύρω απ’ την προηγούμενή τους σχέση μέχρι να πεθάνει οριστικά γι’ αυτούς. Χρειάζονται αρκετό χρόνο για να αναδομήσουν τον εαυτό τους και να καταφέρουν να συνεχίσουν.
Στην πρώτη θέση, με ποσοστό 45,21 έρχονται όσοι δεν ξεπερνούν ποτέ τους χωρισμούς. Σαφώς, συνεχίζουν τη ζωή τους, ωστόσο κουβαλούν μέσα τους ό,τι τους πλήγωσε και δεν καταφέρνουν να το αποβάλλουν. Είναι μάλλον οι αναμνήσεις που τους τραβούν και δεν τους αφήνουν να ελευθερωθούν πλήρως. Όπως και να ‘χει, η ζωή δε σταματά μετά από κάθε χωρισμό, όμως αυτός αφήνει μέσα μας κάτι που δεν μπορούμε να διώξουμε, όσο κι αν προσπαθούμε. Για τους περισσότερους, ο χωρισμός είναι το τέλος της σχέσης, όμως όχι το τέλος των αναμνήσεων και των κοινών εμπειριών.
Εκτός αυτού, δεν μπορούν -ίσως δεν θέλουν κιόλας- να διαγράψουν τα πάντα. Επιλέγουν να κουβαλούν μέσα τους τόσο τα όμορφα όσο και τα άσχημα βιώματα· μονάχα με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να προχωρήσουν, δίχως να διαγράφουν το παρελθόν τους. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ακόμη κολλημένοι με όσους ανήκουν στο παρελθόν, απλώς δε νιώθουν την ανάγκη να τους σκοτώσουν μέσα τους για να ζήσουν. Έχουν την ανάγκη να διατηρούν τις αναμνήσεις -ακόμη κι αν η ζωή τρέχει.
Όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας κάποια γεγονότα που μας πλήγωσαν, το θέμα είναι πόσο αυτά μας επηρεάζουν πλέον στη ζωή μας -ή πόσο τους επιτρέπουμε να το κάνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη