Ώρα: αργάμιση. Δε θα ξαναπιώ, δε θα ξαναπιώ, δε θα ξαναπι… Ωπ! Ποτό είναι αυτό; Και κάπως έτσι πήγε περίπατο το «εγώ δε θα βγω σήμερα», «εγώ δεν είμαι για πολλά-πολλά, ένα ποτάκι χαλαρά».
Φυσικά και πίνουμε όλοι μας, αυτό το ξέραμε από πριν. Φυσικά κι αφού πιούμε, μιλάμε λίγο έως και πολύ παραπάνω, που επίσης το ξέραμε. Απλώς τώρα μάθαμε και τι μας λέμε μετά το πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο-χάσαμε το μέτρημα- ποτό.
Σας ρωτήσαμε και μας απαντήσατε αν είστε πιο αληθινοί ή αν γίνεστε υπερβολικοί όταν πίνετε. Κατά τα λεγόμενά σας, λοιπόν, κάπου μεταξύ βότκας, τεκίλας, τζιν, τσίπουρων και μπίρας βρίσκεται η αλήθεια κι όχι η υπερβολή. Πιο γυμνή κι απ’ όταν μας βάφτιζαν. Λέτε να μας βάφτισαν σε αλκοόλ και να φταίει αυτό τελικά;
Κι ιδού τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος: Το συντριπτικό 80% μας είπε ότι οι μεθυσμένοι λένε αλήθειες κι ας μιλάει το ποτό. Το υπόλοιπο 20% παραδέχεται ότι, εντάξει, ίσως να τα λέει και λίγο υπερβολικά όταν πίνει. Πάντως εσείς οι υπερβολικοί του 20%, αν και μειονότητα, αν μη τι άλλο αξίζετε χειροκρότημα για την αυτογνωσία σας όταν τα λέγατε και την ειλικρίνειά σας όταν ψηφίζατε στο poll μας. Γι’ αυτό και θα ξεκινήσω πρώτα από εσάς, μιας και δε σας είχα και για outsider, αφού όλοι λίγο-πολύ τα παραλέμε μετά τα οινοπνεύματα.
Το ποσοστό του 20% μας εμπιστεύτηκε πως όταν πίνει ανοίγει το στόμα του και φήμες λένε ότι οργιάζει-καλύτερα το στόμα τους, παρά οι ίδιοι, εδώ που τα λέμε. Δε φτάνει που τα βλέπουν διπλά, άλλοι τα λένε και διπλά και τριπλά. Τι ότι είναι ερωτευμένοι και λιώνουν για πάρτη σου, θα σου πουν, κι ας σε γνώρισαν το ίδιο βράδυ, τι ότι είσαι η πιο όμορφη που έχουν δει κι ας είσαι άντρας και σε λένε Κώστα.
Θυμούνται κολλήματα, όλους τους πρώην που είχαν κι όλα τα άκυρα που έχουν φάει ξεκινώντας από τη Γιωργίτσα στα μεγάλα νήπια. Τους πιάνουν οι ευαισθησίες τους, οι καφρίλες τους, το παράπονό τους, το ξεφτιλισμένο χιούμορ τους και λένε ό,τι μπορείτε να φανταστείτε ή να θυμηθείτε, γιατί σίγουρα έχετε πει κι έχετε ακούσει τέτοια πράγματα. Κι άντε να τα μαζέψει μετά ο νηφάλιος της παρέας, αν υπάρχει.
Ας πιάσουμε τώρα το 80% με τις κρίσεις αλήθειας. Μάλλον δε λένε τυχαία ότι αν ήμασταν όλοι λιγότερο νηφάλιοι, ο κόσμος θα ‘ταν πιο αληθινός. Και φταίμε αποκλειστικά εμείς, που χρειάζεται να κοπούμε στο αλκοτέστ για να πούμε όσα θέλουμε. Και φυσικά το φως της μέρας δε μας κάνει, το βράδυ μας έρχεται η έμπνευση, βέβαια! Τ’ ακόμα καλύτερο; Που υποτίθεται ότι πίνουμε για να ξεχάσουμε και τελικά καταλήγουμε να θυμόμαστε όσα θέλαμε να ξεχάσουμε;
Κι ενώ την επόμενη μπορεί να θέλουμε ν’ αλλάξουμε τ’ όνομά μας σε Πεπίτο ή Μαριμάρ και να μεταναστεύσουμε στο Μεξικό, όταν θυμόμαστε τι είπαμε, τουλάχιστον ήταν η αλήθεια. Και τι πιο ανακουφιστικό απ’ το να λες την αλήθειακαι να μην αναγκάζεσαι να υποκρίνεσαι και να πατικώνεις μέσα σου όσα θέλεις να πεις. Αλήθειες που πονάνε, ντροπιαστικές, ενοχικές, απολογητικές. Καθένας μας είναι μια ιστορία, που ‘χει να σου πει τη δική της αλήθεια.
Υπερβολικές ή αληθινές, τις καλύτερες εξομολογήσεις θα τις ακούσεις όντως από μεθυσμένο. Κι ιδίως σ’ αυτήν την πόλη άκουσα κι έζησα τις πιο παθιάρικες. Απ’ τα παγκάκια της Τσιμισκή μέχρι και τα πλακόστρωτα στα Λαδάδικα, ο μεθυσμένος, ροκάς, ο εναλλακτικός ή ο λαϊκός θα βρει να σου πει τον πόνο του.
Γιατί δε φοβάται να εκτεθεί, δεν ντρέπεται μήπως παρεξηγηθεί. Δε λογαριάζει τι θα νομίζεις εσύ την επόμενη μέρα, αλλά μόνο το τι νιώθει αυτός μ’ αυτό που θα σου πει. Είτε σου αρέσει λοιπόν αυτό που θα σου πει, είτε όχι, απλώς άκου. Γιατί θέλει γερά κότσια-εδώ και γερές δόσεις αλκοόλ- για να βγει στην επιφάνεια ό,τι αρνούμαστε πως υπάρχει όταν είμαστε νηφάλιοι.
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Ιωάννα Κακούρη