Όλοι οι άνθρωποι πάντα στοχεύουμε κάπου. Είτε αυτό είναι ψηλά είτε χαμηλά, ένας στόχος στη ζωή μας είναι απαραίτητο να υπάρχει καθώς μας δίνει κίνητρο να συνεχίσουμε σε συνθήκες που μπορεί να μην είναι τόσο εύκολες όσο ονειρευόμασταν.

Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι συνεχώς βρισκόμαστε σε κατάσταση να κυνηγάμε κάτι -κάτι που, συχνά- μας είναι άγνωστο αν το έχουμε πραγματικά ανάγκη κι όταν το φτάσουμε, χωρίς να προλάβουμε καν να χαρούμε, τρέχουμε στον επόμενο στόχο. Με όλα αυτά τα δεδομένα είναι λογικό να γεννηθεί ένα πολύ εύλογο ερώτημα: Όταν βάζουμε στόχους, για ποιον παλεύουμε να τα καταφέρουμε;

Από την παιδική κιόλας ηλικία καταιγιζόμαστε από ερεθίσματα που μας κάνουν ανταγωνιστικούς. Μπορεί όταν γεννιόμαστε, η ευχή που ακούγεται να είναι τόσο απλή όσο ένα «να είναι γερό κι ευτυχισμένο», αλλά στην πορεία τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Έρχεται το σχολείο, οι βαθμοί, τα διαγωνίσματα, οι ξένες γλώσσες, τα φροντιστήρια, η κοινωνική ζωή και σε πατάνε κάτω τόσο δυνατά που φτάνεις σε σημείο να απορείς. Πώς να είμαι γερός κι ευτυχισμένος όταν είμαι αναγκασμένος να τρέχω για όλα αυτά και να είμαι ο καλύτερος;

Όλα ξεκινάνε από την οικογένεια. Από το «γερό και ευτυχισμένο» περνάει ραγδαία στο «γιατρός ή δικηγόρος» κι ύστερα στο λύκειο όλοι κλαίνε, γιατί στο δημοτικό ήσουν ο καλύτερος μαθητής και δεν ξέρουν πραγματικά τι συμβαίνει και τι θα κάνουν με αυτό το παιδί και είναι τόσο άδικο γιατί έχει μυαλό αλλά δεν ασχολείται. Φυσικά κανείς δε σκέφτηκε ότι το παιδί είναι πιθανό να έχει αλλού κλίση και πως πρέπει να εστιάσει εκεί. Ταυτίστηκες λίγο, ε;  Κάθε ελληνική οικογένεια έχει καταντήσει φωτοτυπία, μη νιώθεις τόσο special.

Κι αργότερα έρχεται μια σχολή. Μια σχολή που αποφασίστηκε να μπει στο μηχανογραφικό του όταν το έφτιαχνε. Ένα μηχανογραφικό που φτιάχτηκε μήνα Ιούνιο που το παιδί έπρεπε να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να αποφασίσει τι θέλει να κάνει, ενώ ένα μήνα πριν έπρεπε να ζητήσει άδεια ακόμα και για να πάει στην τουαλέτα. Φυσικά, είτε αρέσει στο παιδί η σχολή είτε όχι, πρέπει να την τελειώσει, γιατί ο γονιός βροντοφωνάζει «εγώ πληρώνω» οπότε ξαφνικά σε κάνει το πουτανάκι του.

Ύστερα, είναι μια κοινωνία που αν σε δει να μένεις στάσιμος για πάνω από δύο δευτερόλεπτα, είσαι τεμπέλης και δε σκέφτεσαι καθόλου το μέλλον σου. Τι την νοιάζει, σε ακούω να ρωτάς. Καλή ερώτηση. Θα σου απαντήσω τελείως χύμα. Δεν τη νοιάζει. Απλά κουβέντα να γίνεται κι αν εσύ δεν είσαι καλός, τότε κάποιος άλλος σε σχολιάζει και θρέφει το κόμπλεξ κατωτερότητας του.

Και τέλος, κυρίως, φταις εσύ. Εσύ που δίνεις θάρρος σε όλες αυτές τις συμπεριφορές με το να σε νοιάζει τι θα πουν. Με το να κουβαλάς στην ενήλικη ζωή σου όλα αυτά και να μην προσπαθείς να τα διώξεις από πάνω σου. Με το να μην είσαι σίγουρος αν παλεύεις πια, επειδή το θέλεις ή επειδή θα ήταν περήφανη η μαμά. Με το να στηρίζεις την ευτυχία σου όχι στο αν θα είσαι εσύ ικανοποιημένος αλλά στο αν θα σε ανεβάσει αυτό κοινωνικά και αν οι γύρω σου θα σε θαυμάζουν. Εσύ σε θαυμάζεις, όμως; Εσύ όταν ξαπλώνεις είσαι περήφανος για όσα έχεις καταφέρει; Και τέλος πάντων, εσύ, για ποιον παλεύεις να πετύχεις; Για τους άλλους ή για εσένα;

 

Συντάκτης: Πάνος Κούλης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου