Αποφασίζει η παρέα να βγει να ξενυχτήσει για κανένα χαλαρό ποτάκι, καλή μουσική κι ωραίες συζητήσεις. Το μότο είναι να περάσουμε καλά κι ό,τι θέλει ας γίνει. Κανείς δεν νοιάζεται αν αύριο δουλεύει, αν πρέπει να ξυπνήσει στις 10 το πρωί ή στις 2 το μεσημέρι. Όλοι θέλουμε απλά να περάσουμε καλά!

Είναι νύχτα και το μπαράκι είναι γεμάτο. Η παρέα περνάει καλά, τραγουδάει, χορεύει –όσο γίνεται μέσα στο πλήθος–, μιλάει μεταξύ της για διάφορα θέματα και γενικά επικρατεί ένα εύθυμο κλίμα. Ξαφνικά ένας φίλος απ’ την παρέα, αποχωρεί διακριτικά απ’ το μαγαζί με συντροφιά του μια κοπελιά.

Πριν φύγει απ’ το μαγαζί ο φίλος έχει ρίξει τα δίχτυα του και γοητεύει. Δέχεται ανταπόκριση. Στρέφει την προσοχή του στο πρόσωπο και το ταξίδι του φλερτ ξεκινάει. Όλη η παρέα, σαφέστατα, παίρνει χαμπάρι τι συμβαίνει, αλλά κανείς δε μιλάει, γιατί οι σωστοί φίλοι σε αυτές τις περιπτώσεις κάνουν τα στραβά μάτια.

Δεν αρχίζουν τα ούγκα-μπούγκα, ούτε τα «Χώσου, ψηλέ μου», «Σκόραρε, παιχταρά μου» και τέτοιες παπαριές. Το όλο θέμα απαιτεί λεπτή προσοχή. Κι όλα αυτά η παρέα δεν τα κάνει, κυρίως γιατί αν αναλογιστεί κανείς το «Δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι», η κοπέλα θα φτάσει από Αθήνα-Λαμία σε χρόνο μηδέν. Στο κάτω-κάτω ο άλλος κάνει τόση ώρα προσπάθειες να δημιουργήσει κατάσταση. Δεν είναι κρίμα να φύγει η κοπέλα επειδή η παρέα αποτελείται από καγκούρια και ζωντόβολα; Κρίμα είναι.

Φεύγει, λοιπόν, ο φίλος με την κοπελιά κι οι υπόλοιποι συνεχίζουμε τη βραδιά μας. Πριν την κάνει, πέταξε ένα «επιστρέφω σε λίγο» και πήρε μαζί το κινητό του. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουμε την καλή μουσική και συνεχίζουμε τη διασκέδασή μας, έχοντας δύο ευχές για τον φίλο μας. Ευχή νούμερο ένα, να πάει καλά το νταραβέρι. Ευχή νούμερο δύο, να γυρίσει στο μαγαζί έχοντας και τα δυο του νεφρά!

Όσο αργεί να επιστρέψει υπάρχουν οι πολύ θετικές σκέψεις κι οι –γεμάτες χιούμορ– κακές σκέψεις. Αφού όλοι είτε λίγο είτε πολύ διακωμωδήσουν το θέμα, καταλήγουν στο συμπέρασμα «Ποιος ξέρει ποιανού η πολυκατοικία μαγαρίζεται αυτή τη στιγμή» ή «Ποιο στενό δρομάκι να βλέπει τα Σόδομα και τα Γόμορα που συμβαίνουν».

Αφού αργήσει, όσο αργήσει, επιστρέφει και δεν είναι μόνος, οπότε η παρέα συνεχίζει να κάνει τουμπεκί σαν να μην έφυγε ποτέ κανείς απ’ το χώρο. Πέφτουν, όμως διακριτικά οι σπόντες, τα σινιάλα, οι συνομιλίες από αυτί σε αυτί. Προφανώς το μαγαζί ολόκληρο έχει καταλάβει τι συζητιέται στην παρέα, αλλά σημασία έχει ότι γίνεται διακριτικά!

Αποχωρεί η κοπέλα κι εκεί αρχίζει ένα πανηγύρι τεραστίων διαστάσεων. Όλοι αρχίζουν τα πειράγματα, γελάνε, συνεχίζουν τη διασκέδαση και σε γενικότερο πλαίσιο το πεδίο είναι ελεύθερο για να κάνει η παρέα τον χαβαλέ που τόση ώρα κρατιόταν να μην κάνει. Βάσανο μεγάλο να έχεις την ατάκα στα χείλη και να μην είναι σωστό να την πεις.

Το συμπέρασμα, φυσικά, είναι πως ο σωστός φίλος όταν βλέπει το φίλο του να φεύγει απ’ το μπαράκι με κοπέλα, κάνει τον κινέζο, αλλά μόλις βρει την ευκαιρία, του αλλάζει τον αδόξαστο στα αστεία, τα πειράγματα, τις σπόντες και γενικά δεν τον αφήνει σε ησυχία. Όλα αυτά βέβαια γίνονται όταν βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, όπου κανείς δεν εκθέτει κανέναν, αλλιώς το σχέδιο είναι άκυρο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πάνου Κούλη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πάνος Κούλης