Και φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, που πρέπει να σου πω κάποια πράγματα. Κάνε μου, όμως, μια χάρη. Πριν με καταδικάσεις, άκουσε προσεκτικά αυτά που θέλω να σου πω.
Θυμάσαι όταν πρωτοξεκινήσαμε μαζί; Είχαμε πει πως θα τα λέμε όλα μεταξύ μας. Όσο περίεργες, ακαταλαβίστικες, μαύρες ή λευκές κι αν ήταν οι σκέψεις μου, είχα υποσχεθεί να τις μοιράζομαι μαζί σου. Να μοιράζομαι το καθετί που σε αφορά. Το ίδιο είχες πει πως θα έκανες κι εσύ.
Και τώρα, φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο που θέλω να σου εκφράσω κάποιες απ’ τις σκέψεις μου. Θέλω να μ’ ακούσεις. Το έχω πολύ ανάγκη αυτό. Δεν ξέρω αν θα με καταλάβεις, ή αν θα αντέχεις να συζητήσουμε κάτι άλλο μετά απ’ όσα σου πω, αλλά δε με νοιάζει κιόλας. Δε με νοιάζει, γιατί στο δικό μας «μαζί» έχω μάθει να θέλω, πρώτα να είμαι αληθινός απέναντί σου κι ύστερα όλα τ’ άλλα.
Θέλω να μείνω μόνος μου.
Σου φαίνεται απότομο και περίεργο, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο να σου εξηγήσω κι ίσως με νιώσεις. Σε θέλω πάρα πολύ. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύ. Έχω την ανάγκη να σ’ αγαπάω και να σε φυλάω από κάθε αναποδιά. Δεν περνάει στιγμή που να μη σε σκέφτομαι. Ίσως σου φαίνεται αστείο. Ίσως αυτήν τη στιγμή θέλεις να με διώξεις και μέσα σου επικρατεί ένα χάος.
Δεν είμαι καλά. Και το ξέρεις, το βλέπω. Εθελοτυφλείς, προσπαθείς με τους δικούς σου τρόπους να με κάνεις να σκάσω ένα χαμόγελο, αλλά μέσα σου το ξέρεις πως δεν είμαι καλά κι η αιτία είμαι εγώ κι όχι εσύ. Εσύ είσαι ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να έχω, αλήθεια, αλλά περνάω φάση.
Συγγνώμη. Δεν έχω σταματήσει να σε λατρεύω απ’ την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Αλλά τι να το κάνω που σε λατρεύω, αν τις μισές μέρες σπαταλάω το χρόνο μου στο να κατηγορώ τον εαυτό μου και να ψάχνω ποιο κομμάτι λείπει από μέσα μου;
Ξυπνάω τα πρωινά κι αναρωτιέμαι πού πήγαν εποχές που δεν έζησα ποτέ. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο μου κι ενώ θα ήθελα να είμαι εκεί έξω, κλείνω τις κουρτίνες. Με χάνω κάθε μέρα κι από λίγο. Θέλω να μείνω μόνος μου, γιατί αν δε μάθω τη μοναξιά μου, θα γυρίζει συνέχεια και θα μου θυμίζει πόσο φοβητσιάρης είμαι.
Σε θέλω, αλλά θέλω να μείνω λίγο μόνος μου.
Κουράστηκα και βαρέθηκα και με σκοτώνει όλο αυτό και δεν καταλαβαίνω. Φτάνω σ’ έναν καθρέφτη και του χαμογελάω γλυκά κι ύστερα κλαίω σαν μωρό παιδί που δεν του έκαναν το χατίρι. Κι όταν σταματήσει όλη αυτή η τρέλα, ξανακοιτάζομαι και δε νιώθω κάτι καλό, δε νιώθω κάτι κακό. Δε νιώθω τίποτα.
Συγγνώμη αν σε πονάω, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Και πρέπει να τα αντιμετωπίσω μόνος μου. Πρέπει να φύγεις μακριά μου και να σταματήσω να σε αναγκάζω να είσαι με έναν μαλάκα σαν κι εμένα. Είμαι πολύ εγωιστής τελικά. Συγγνώμη που κλαίω κι αν δεν καταλαβαίνεις τι λέω. Θέλω να σε κοιτάξω τελευταία φορά και να διατηρήσω σαν εικόνα κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σου, όπως αυτό το σημάδι στο μέτωπο και το σχήμα των χειλιών σου και τα πανέμορφα μάτια σου που τώρα με κοιτάζουν με απορία και πόνο.
Και τώρα με παίρνεις αγκαλιά. Σου λέω «Συγγνώμη που κλαίω» και μου κάνεις νόημα να σωπάσω. Τα χέρια σου με τυλίγουν. Εγώ κλείνω τα μάτια μου. Θεέ μου, πόση ζέστη κουβαλάει ένα σώμα;
Απόψε, μπορώ να φύγω. Γενικά, δεν μπορώ. Βοήθησέ με να μείνω. Θέλω να μείνω.
Κι ενώ τώρα με κρατάς, λίγο καιρό μετά θα με διώξεις με μια φθηνή δικαιολογία. Γιατί; Ούτε που ξέρω. Ποτέ δε θα μου πεις. Απλώς, επίτρεψέ μου να σου πω, πως ο καινούριος θα ‘ρθει πολύ γρήγορα. Μου φαίνεται όλο και πιο αστείο όσο περνάει ο καιρός. Κι εν τέλει, μου έχει μείνει μόνο η ερώτηση.
Άραγε, γιατί δε μ’ άφησες να φύγω;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου