«Δεν μπορούμε να ξαναμιλήσουμε. Έχω ήδη πει στον σκύλο μου ότι πέθανες». Αυτό έπρεπε να σου πω αμέσως και να λήξω τη συζήτηση. Συγγνώμη, προτρέχω. Ας πάρουμε το πράγμα απ’ την αρχή.
Είναι μια ωραία μέρα σαν όλες τις άλλες. Έχεις ξυπνήσει, έχεις πιει τον καφέ σου, έχεις πάει τη βόλτα σου, έχεις μιλήσει με κάνα φιλαράκι. Τα συνηθισμένα. Έχεις τη φάτσα που λέει «Η μέρα μου ήταν ήσυχη και χαίρομαι γι’ αυτό» κι εκεί που πας να βγάλεις απ’ την τσέπη τα κλειδιά σου, ακούς τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει το κινητό σου όταν κάποιος σου στέλνει μήνυμα. Μπαίνεις, τέλος πάντων, στο σπίτι, βγάζεις το backpack σου, το πετάς κάτω, βγάζεις το κινητό απ’ την τσέπη και μένεις κόκκαλο. Μήνυμα από το πρώην αίσθημα.
«Βρε, βρε, βρε σαν τα χιόνια! Για δες ποιος θυμήθηκε να στείλει μήνυμα. «Γεια σου. Τι κάνεις;». «Τι κάνω; Ειλικρινά με ρωτάς τι κάνω; Yoga απ’ την μέρα που σε γνώρισα για να καλμάρω τα νεύρα μου. Άκου εκεί τι κάνω. Άι σιχτίρ πια!», σκέφτεσαι.
Αρχικά, κοιτάς να καλμάρεις το νευρικό σύστημα για λόγους καθαρά περιέργειας «Τι στο διάολο θέλει τώρα» απαντάς με όση τυπικότητα μπορείς να διαθέσεις. «Γεια. Καλά είμαι. Εσύ;». Εκεί ξεκινάει το καλό. Να τα χαμογελάκια, τα αστειάκια, το ενδιαφέρον και γενικότερα μια φιλική συζήτηση λες και τις προάλλες ψωνίζατε κιλότες στην Ερμού παρέα.
Αφού σου πει πώς περνάει, ρωτήσει για εσένα, σου πει ότι χαίρεται που είσαι καλά και τέτοιες αηδίες, παρατηρείς ότι η συνομιλία συνεχίζεται χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Για κλάσματα δευτερολέπτου ακόμα κι εσύ έχεις μπερδευτεί και νομίζεις ότι κάνεις μια normal συζήτηση. Βέβαια, ακόμα δεν έχεις καταλάβει το λόγο που εξαρχής έλαβες μήνυμα κι όσο η συνομιλία συνεχίζεται, αυτό το ερώτημα δε σου γίνεται πιο ξεκάθαρο.
Το όλο θέμα «Ας προσποιηθούμε πως ποτέ δεν υπήρξαμε κάτι όμορφο μαζί κι ας το παίξουμε κυρίες της Εκάλης» έχει αρχίζει να σε κουράζει αφόρητα οπότε, επειδή εσύ έχεις λίγο αυτοσεβασμό, ρωτάς ξεκάθαρα «Πώς κι έστειλες;». Κι όλο αυτό γιατί; Για να λάβεις την τρομερή απάντηση «Ήθελα να δω τι κάνεις».
Ήθελες να δεις τι κάνω. Μετά από τόσο καιρό είχες μια φαγούρα να δεις τι κάνω κι εγώ πρέπει να τρέξω να σου ξύσω αυτή τη φαγούρα. Ας κάνουμε μια ανακεφαλαίωση: Χωρίσαμε, αποφάσισες να κόψουμε κάθε επαφή, είσαι σε σχέση, έχουμε να μιλήσουμε μήνες ολόκληρους. Τώρα ξαφνικά στέλνεις να δεις τι κάνω, γιατί ξαφνικά την είδαμε Σουηδοί; Κομματάκι δύσκολο μωρέ, δε νομίζεις;
Τέλος πάντων, καθώς η συζήτηση αυτή έχει κάνει μεγαλύτερη κοιλιά από εκείνη που έχει ο θείος με την καράφλα –κάθε ελληνική οικογένεια, που σέβεται τον εαυτό της, έχει τουλάχιστον έναν– αποφασίζεις να τελειώσεις ευγενικά τη συζήτηση βρίσκοντας μια δικαιολογία. Κάπως έτσι το μαρτύριο αυτό τελειώνει. Τότε σκέφτεσαι «Τι πήρα από αυτή τη συζήτηση εγώ;» και θα σου απαντήσω εγώ τι πήρες. Παραλίγο χάπια.
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν είναι θέμα ότι δεν έχεις ξεπεράσει τα παλιά, σε καμία περίπτωση. Είναι καθαρά θέμα χαρακτήρα. Δε σου αρέσει να μιλάς με ανθρώπους που δεν έχεις να πεις κάτι ουσιαστικό και θα μιλήσετε για τυπικές μαλακίες. Όλα τα «Είμαι καλά, ξεκίνησα γυμναστήριο, σταμάτησα να τρώω junk food, κάνω μαθήματα ξυλογλυπτικής με οδοντογλυφίδα» ή ό,τι μαλακία αποφασίσει να σου πει, σου είναι αδιάφορη και μπράβο.
Μην παρεξηγηθώ. Συμφωνώ πως με αυτόν τον άνθρωπο έχεις περάσει κάποια πράγματα και πρέπει να κρατιούνται τουλάχιστον τα τυπικά. Ξέρεις τι ονομάζω εγώ τυπικά; Θα σε δω στο δρόμο και θα σου πω «Γεια!» κι αυτό. Τέλος. Κατά τα άλλα θέλω να ξέρω πως είσαι καλά και δε σου συνέβη τίποτα κακό, αλλά ως εκεί.
Και να σου πω και κάτι άλλο; Γιατί να στείλει μήνυμα; Πρώτον δεν είχε κανένα απολύτως λόγο και δεύτερον αν ένα μήνυμα ήταν αρκετό για να σε ρίξει στα πατώματα; Δεν κατάλαβες καλά. Θα ακούσω Ζουγανέλη και Μποφίλιου, όταν εγώ θέλω, όχι όταν θες εσύ. Αι σιχτίρ.
Επιμέλεια Κειμένου Πάνου Κούλη: Πωλίνα Πανέρη