Ξέρεις ότι το ελληνικό καλοκαίρι κοντοζυγώνει όταν βγεις την πρώτη βόλτα και μυρίσεις θυμάρι και ρίγανη, όπως ξέρεις και πότε είναι κοντά η βροχή σαν μυρίσεις αυτή τη δροσερή χωματίλα.

Αυτή η μία εκ των πέντε αισθήσεων που μας έχει χαριστεί τόσο απλόχερα, αυτή της όσφρησης τόσο ζωντανή όσο κι οι φωτογραφίες όταν κοιτάμε παλιά άλμπουμ. Μόνο που αυτή δε χρειάζεται να την ψάξεις, μια μυρωδιά απ’ το πουθενά κι η ταινία με τις θύμησες ξεκινάει να παίζει στο κεφάλι σου πιο ζωντανή από κάθε φωτογραφία, ξετρυπώνοντας λεπτομέρειες που έχουν χαθεί στο λαβύρινθο της μνήμης σου.

Είναι αυτή η μυρωδιά της απαλής πούδρας που θες-δε θες σου θυμίζει μωρό, φρεσκολουσμένο κι ένα χαμόγελο σκάει στο πρόσωπό σου αποτυπώνοντας στο μυαλό την αθωότητα.

Είναι αυτή η μυρωδιά απ’ το μαλλί της γριάς που σε πάει πίσω σε αυτές τις ατελείωτες βόλτες κρατώντας το χέρι της μαμάς και του μπαμπά, που νιώθεις θες-δε θες το πρόσωπό σου να κολλάει απ’ τους ροζ κρυστάλλους της ζάχαρης και ψάχνεσαι να το βρεις και ναι, το νιώθεις πάλι και βλέπεις αυτό το μπλουζάκι που έχει μετατραπεί σε πίνακα αφηρημένης τέχνης απ’ τους λεκέδες.  Θυμάσαι τη μαμά και τον μπαμπά να σου φωνάζουν «Πρόσεχε» κι αυτή τη γλυκιά εξάντληση.  Αυτό που δεν το νιώθεις, αλλά το θυμάσαι που είσαι στα χέρια του μπαμπά αγκαλιά και βρίσκεσαι ως δια μαγείας με ασφάλεια στο κρεβάτι σου.

Είναι αυτή η μυρωδιά του μεσημεριανού κυριακάτικου φαγητού, ψητό κατά βάση, με όλη την οικογένεια στο τραπέζι∙ γιαγιά, παππούς, θείος, θεία, ξαδέλφια.  Το περίμενες όλη την εβδομάδα. Πρόσωπα ήρεμα, χαμογελαστά να ανταλλάσουν κουβέντες, γέλια.  Να κάνεις ζαβολιές με τα αδέρφια σου και τα ξαδέλφια σου και το λιγότερο που σε νοιάζει είναι το φαγητό, που σαν έρθει η ώρα του σε βάζουν στο τραπέζι των μικρών για να απολαύσουν ένα πιάτο με την ησυχία τους επιτέλους.  Παιχνίδι, πολύ παιχνίδι, ασταμάτητο τρέξιμο και τρικλοποδιές μέσα στους μεγάλους ζητιανεύοντας να δοκιμάσεις μια γουλιά μπίρα που μόλις την πιεις νιώθεις ότι έχεις κατακτήσει τον κόσμο.

Είναι αυτή η μυρωδιά του ποπ κορν με βούτυρο που σε πάει πάντα σινεμά. Και φυσικά θυμάσαι αυτές τις πρώτες φορές που ξεμύτισες μόνος με τους φίλους σου, τα πρώτα κρυφά αθώα ραντεβουδάκια στη σκοτεινιά του. Που ψάχνεις με τη γλώσσα να βρεις τα κολλημένα απομεινάρια του ποπ κορν στα δόντια σου και ναι, χαμογελάς!

Είναι αυτή η μυρωδιά απ’ τα σαπούνια που σου έρχονται απ’ το πουθενά και σε πάνε σπίτι της γιαγιάς, της θείας, της νονάς.  Κι ακούς ακόμη τη γιαγιά να σου φωνάζει να πλύνεις τα χέρια σου πριν απ’ το φαί, αλλά και μετά και σου φαντάζει κάτεργο. Που γυρίσατε απ’ το παιχνίδι κι είστε μέσα στο χώμα και τη βρόμα και σας έχουν χώσει με τη σειρά έναν-έναν για να σας μπανιάρουν μπας και θυμίσετε πάλι μικρά ανθρωπάκια κι όχι μικρούς Ούννους. 

Είναι και οι άτιμες οι κολόνιες, αυτές που έχεις συνδέσει με κάθε άνθρωπο χώρια. Κι εκεί που κάθεσαι, εκεί που περπατάς, σου έρχεται μια γνώριμη μυρωδιά και το μυαλό αυτόματα ξεκινάει την ανασκαφή μέχρι να θυμηθείς ποιον άνθρωπο σου θυμίζει. Και ναι, όταν το βρίσκεις θυμάσαι παλιές φίλες, πρώην απ’ το γυμνάσιο, το λύκειο, τα φοιτητικά σου χρόνια. Και τότε είσαι πάλι σε αυτή τη βόλτα, σε αυτό το πάρκο, σε αυτή τη γειτονιά, σε αυτή την καφετέρια, σε αυτές τις διακοπές και πάει λέγοντας.  Και πας πίσω πάλι και τα ξαναζείς και νιώθεις.

Είναι αυτό το ένα ιδιαίτερο μπαχάρι που ξαφνικά σου μυρίζει στο φαγητό που μόλις παρήγγειλες και σε έχει πάει πίσω σε αυτό το πάρτι που ήσουν καλεσμένη με την κολλητή σου και περάσατε σούπερ ή αυτό το ταξίδι που περπάταγες στην αγορά της τάδε χώρας και κράταγες χέρια με ένα πρώην αγαπημένο.  Και παίρνεις αμέσως τηλέφωνο την κολλητή να της θυμίσεις εκείνο το βράδυ και σε ρωτάει πού το θυμήθηκες.  Που πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται τι να κάνει άραγε εκείνη η ψυχή…

Είναι απίστευτο τι μπορεί να σου θυμίσει μία και μόνο μυρωδιά, τι θα ξεθάψει απ’ τα βάθη του μυαλού. Μια ζωντανή υπενθύμιση της πορείας της ζωής σου. Κι ανακαλύπτεις πολλά, τόσα που νόμιζες ότι έχεις ξεχάσει.  Κι όμως όλα εκεί, με μία και μόνο μυρωδιά. Η ζωή σου όλη που όσο και να θες ή να νομίζεις ότι ξέχασες, παίζει σαν ταινία μικρού μήκους μπροστά σου και χαμογελάς ό,τι και να χει γίνει γιατί είσαι ζωντανός και τις κουβαλάς.  Όλα αυτά είσαι εσύ.

Την αγαπάω την όσφρηση, είναι η απόδειξη της πορείας μου.  Έχει αυτή τη μαγική ιδιότητα να με ταξιδεύει πάντα πίσω και να ξεχνιέμαι στο χάος του μυαλού μου έστω και για λίγο αφήνοντάς μου μια γλυκιά αίσθηση. Σαν τα τραγούδια ένα πράγμα που το ακούς απ’ το πουθενά και μεταφέρεσαι σε παράλληλα σύμπαντα.

Οι μυρωδιές λοιπόν που τόσο αγαπάω ένα ταξίδι στο χρόνο, η δικιά μου μηχανή που με ταξιδεύει τζάμπα και κυριλέ στα άδυτα του χρόνου. Μια μυρωδιά χίλιες θύμησες, κομμάτια απ’ το παζλ της ζωής μας!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Χατζηπαντελή: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Μαρία Χατζηπαντελή