Οι άνθρωποι φοβούνται ό,τι δε γνωρίζουν.
Ας ξεκινήσουμε απ’ τα βασικά. Ονομάζομαι Ζωή, δηλώνω ατρόμητη και φοβάμαι τη σκιά μου.
Τι είναι αυτό που με φοβίζει; Ούτε εγώ ξέρω. Κι ακριβώς επειδή δεν ξέρω, φοβάμαι. Για να γίνω κατανοητή και να μη γράφω ακαταλαβίστικα, θα σας κάνω μια ερώτηση. Εσείς τι φοβάστε;
Το αίσθημα του φόβου μπορεί να προκληθεί σ’ έναν άνθρωπο με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να του έχει συμβεί κάτι και να έχει κακή ανάμνηση από αυτό. Ο δεύτερος είναι να πλάθει με το μυαλό του τρομακτικά σενάρια. Ο δεύτερος είναι και πιο συχνός.
Η φαντασία του ανθρώπου μπορεί να δημιουργήσει τέρατα αιμοβόρα με δόντια κοφτερά και μάτια κόκκινα που μπορούν να σε καταβροχθίσουν με μόνο μια χαψιά. Μα δεν είναι αυτό που φοβούνται οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι διαφέρουν από τα ζώα λόγω της λογικής τους και των συναισθημάτων τους.
Το πρόβατο νιώθει φόβο όταν βλέπει τον λύκο, ο άνθρωπος νιώθει φόβο όταν δε βλέπει τον άνθρωπο. Είναι απλό. Ο μεγαλύτερος και πιο κοινός φόβος που σουλατσάρει ανενόχλητος στο υποσυνείδητο του καθενός είναι ο φόβος της μοναξιάς.
Ας πάρουμε το πιο κοινό παράδειγμα σε όλους. Το θάνατο. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει ακολουθούν κηδείες, κόλλυβα, κλάματα -κυρίως κλάματα. Όμως, γιατί κλαίμε αλήθεια; Κλαίμε γιατί λυπόμαστε γι’ αυτόν που χάθηκε ή για αυτόν που χάσαμε;
Ο άνθρωπος, ως εγωκεντρικό ον, ενδιαφέρεται κυρίως για την επιβίωσή του. Η θλίψη που νιώθει όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει σ’ ένα κοντινό του άτομο δεν πηγάζει από την αλόγιστη αγάπη που του έχει , αλλά από την αντανακλαστική σκέψη του «Και τώρα εγώ τι θα κάνω;». Για παράδειγμα, όταν έχουμε κάποιο φίλο μας βαριά άρρωστο, συνήθως δεν του λέμε «Μην πάθεις τίποτα γιατί δεν αξίζεις να πεθάνεις» αλλά «Εγώ τι θα κάνω χωρίς εσένα;». Από τα βρεφικά μας χρόνια φοβόμασταν. Κλαίγαμε αν η μαμά μας δεν ήταν μαζί μας και πάντα ζητούσαμε ένα χέρι για να κρατήσουμε στα πρώτα μας βήματα.
Ποτέ δε σταματήσαμε να χρειαζόμαστε ένα χέρι, πατρικό, μητρικό, φιλικό. Πάντα χρειαζόμασταν κάποιον και πάντα θα τον χρειαζόμαστε να μας στηρίζει, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Δεν χρειάζεται να μας ακουμπά, ούτε καν να είναι εκεί. Αρκεί να ξέρουμε πως νοιάζεται, γιατί έτσι νιώθουμε σημαντικοί και είμαστε πολύ εγωιστές από τη φύση μας για να αποδεχτούμε το αντίθετο.
Σε ακραίες καταστάσεις ακόμα, χρησιμοποιούμε συμβολισμούς. Φυλαχτά, δώρα, γράμματα, κρατάμε ότι μπορούμε σφιχτά στην αγκαλιά μας να μη μας τα πάρει κανείς. Νομίζουμε πως με αυτά ερχόμαστε λίγο πιο κοντά τους. Είναι σαν κάποιο είδος μαγείας, φτιαγμένη για τους απελπισμένους. Μ’ αρέσει.
Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούμε σε μια κατάσταση που δεν έχουμε κανένα. Δεν το έχουμε δοκιμάσει και δε θέλουμε. Γιατί όταν δεν έχεις κανέναν, σου μένει μόνο ο εαυτός σου και μ’ αυτόν ίσως να μην έχεις γνωριστεί ακόμα. Τρομακτικό δεν ακούγεται;