Αξέχαστα σχολικά χρόνια. Η πιο όμορφη περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου. Μαθητικές εκδρομές, ζωή δίχως πολλές υποχρεώσεις πέρα από τεστ, διαγωνίσματα και αδικαιολόγητες απουσίες. Ωραίες εποχές. Ξέγνοιαστες.
Τι έχουμε όμως να θυμόμαστε όλοι μας από αυτά τα χρόνια; Τι μας μένει αφού τελειώσουν; Και μιλάω για πραγματικές αναμνήσεις, όχι για αυτά που είναι γραμμένα στα σχολικά ενθύμια και ημερολόγια που όλοι έχουμε πεταμένα κάτω από το κρεβάτι. Τι να σου κάνουν οι εκδρομές κι οι ομαδικές εργασίες μπροστά στις καφρίλες που κάναμε όλοι τότε; Γιατί αυτές είναι ιστορίες να λες.
Καφρίλες μπορούμε να ονομάσουμε από τις πιο απλές μέχρι και τις πιο σοβαρές «αταξίες». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα βασικά. Μπαίνει ο καθηγητής μέσα στην τάξη, πετάει τους τόμους που λέγονται σχολικά βιβλία στην έδρα και ρωτάει «Τι είχαμε για σήμερα». Η απάντηση φυσικά είναι «Τίποτα κύριε, τίποτα». Άσχετα που γράφαμε τεστ σε όλη την ύλη. Αλλά τι να κάνουμε κύριος; Εσύ ρώτησες, εμείς απαντήσαμε. Να μη μας εμπιστευόσουν.
Στη συνέχεια φυσικά έχουμε τις καταλήψεις. Βάζαμε αλυσίδες στις πόρτες του σχολείου σε ανύποπτο χρόνο με σκοπό να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας. Τα αιτήματα συνήθως ήταν άκρως σοβαρά, όπως η πόρτα στο Β5 που δεν έκλεινε, η τουαλέτα που δεν είχε χαρτί και η τυρόπιτα που δεν ήταν τρίγωνη αλλά στρογγυλή και δεν ξέραμε από πού να τη δαγκώσουμε. Ώρα λήξης κατάληψης δέκα και μετά καφεδάκι στις κοντινές καφετερίες.
Οι ενωμένες τάξεις όμως είναι αυτές που είχαν τις καλύτερες αναμνήσεις. Όταν μέσα στην αίθουσα όλοι είναι μια παρέα, τότε ξέρεις πως το τμήμα αυτό είναι αυτομάτως το χειρότερο. Είναι εκείνο που οι καθηγητές απέφευγαν μανιωδώς, ενώ ο διευθυντής μπαινόβγαινε καθημερινά για να επιβάλει την τάξη. Σε αυτό το τμήμα την ώρα του μαθήματος παίζονταν παιχνίδια.
Το πιο συνηθισμένο παιχνίδι ήταν η φρουτοσαλάτα. Στο παιχνίδι αυτό ο καθένας ήταν ένα φρούτο. Ο πρώτος σηκωνόταν όρθιος και φώναζε το όνομα ενός φρούτου και όποιος ήταν αυτό το φρούτο έπρεπε να σηκωθεί όρθιος και να κάνει το ίδιο. Στην αρχή οι καθηγητές δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Στη συνέχεια όμως, μόλις άρχιζαν να το συνειδητοποιούν μας μάζευαν όλους στο γραφείο του διευθυντή.
Μην ξεχνάμε βέβαια και τις ομαδικές κοπάνες. Όταν ξαφνικά από το πουθενά εξαφανιζόταν όλη η τάξη κι έμενε η αίθουσα κενή. Κανείς δεν μπορούσε να πάρει απουσία γιατί το μάθημα δε γινόταν και ήταν αδύνατο να πάρει αποβολή όλη η τάξη. Οπότε καταλήγαμε να τη γλιτώνουμε με μια μόνο επίπληξη και έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης αφού για άλλη μια φορά κάναμε τον διευθυντή κόκκινο από τα νεύρα του.
Ήμασταν και ρομαντικές ψυχές όμως. Είχαμε την ανάγκη να δηλώνουμε τον έρωτά μας κάθε λίγο και λιγάκι με ανεξίτηλες υποσχέσεις σε τουαλέτες, πόρτες, καρέκλες, θρανία. Μια μέρα αποβολή ήταν η θυσία μας για τον έρωτα.
Κι αυτοί που δεν είχαν κάποιο αίσθημα να δηλώσουν ήταν όμως ρομαντικοί. Δεν ήταν λίγες οι γνωριμίες που έγιναν με συνομιλίες πάνω στα θρανία της κατεύθυνσης, ανάμεσα σε άγνωστους μεταξύ τους μαθητές. Έγραφε ο πρώτος κάτι πάνω στο θρανίο κι ο δεύτερος απαντούσε την επόμενη ώρα χωρίς να ξέρει με ποιον μιλάει. Είχε ένα μυστήριο η όλη υπόθεση, μια αγωνία.
Και τέλος έμεινε η πιο δύσκολη συνήθεια να κρύψει κανείς. Τον κανόνα που πάντα παραβιάζαμε. Το κάπνισμα. Στο λύκειο είχαμε καπνιστές και όχι έναν και δύο, αλλά πολλούς. Όλοι το ξέραμε, όλοι το μυρίζαμε, μαθητές και καθηγητές.
Μόλις χτυπούσε το κουδούνι έβλεπες ένα τσούρμο παιδιά να πηγαίνουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος κοιτάζοντας ένοχα γύρω-γύρω μην τα δει κανείς. Αυτό το μέρος ήταν το καπνιστήριο. Μια συνήθεια που δεν κόβεται με αποβολές και τιμωρίες και δε θα κοπεί μάλλον ποτέ στα σχολεία. Όσο υπάρχουν τσιγάρα, θα υπάρχουν και παιδιά λυκείου που θα καπνίζουν.
Γενικά είναι πολλά αυτά που θα μας μείνουν από εκείνα τα χρόνια και απ’ ό,τι φαίνεται δε χωράνε σ’ ένα άρθρο. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι το τι δε θα μας μείνει κι αυτό είναι σίγουρα οι εξισώσεις και οι γραφικές παραστάσεις.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Τεκέλογλου: Ελίνα Ανδρεάδου.